-
1 ἀνιέρειος
ἀνῐέρ-ειος, ον,A = ᾧ ἱερεῖα μὴ θύεται, AB405, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνιέρειος
-
2 ἀνιερεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνιερεύω
-
3 ἀνίερος
ἀνῐερ-ος, ον,A unholy, unhallowed, A.Ag. 220, 769, Supp. 757; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων unhallowed because of the unoffered sacrifices, E.Hipp. 146 (all lyr. passages); of a child born out of wedlock, Pl.R. 461b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίερος
-
4 ἀνιερόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνιερόω
-
5 ἀνιέρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνιέρωσις
-
6 ἀνιερωστί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνιερωστί
-
7 ἀνιερωτέον
A one must consecrate, Ph. 1.184.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνιερωτέον
-
8 ἀνίκητος
A unconquered, unconquerable, Hes. Th. 489, Tyrt.11.1, Thgn.491, Pi.P.4.91, S.Ant. 781, Ph.78, E.Andr. 997, etc. Adv.- τως Phld.Ir.p.67
W., Hsch. s.v. ἀτρώτως.—Poet., but used by Gorg.Fr.11, Pl.R. 375b, X.Cyn.1.17, and in later Prose, LXX 2 Ma.11.13, Plu.Alex.14, etc.; λεύκη ἀ., name of a plaster, Crito ap.Gal.12.487.II ἀνίκητον, τό, = ἄνηθον, Plin.HN20.186, Ps.-Dsc.3.58.2. = σμῖλαξ τραχεῖα, Id.4.142.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίκητος
См. также в других словарях:
Μπαρμπίς, Ανρί — (Henri Barbusse, Ανιέρ 1873 – Μόσχα 1935). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Άρχισε ως ελεγειακός ποιητής, αλλά το μυθιστόρημα Η κόλαση (1908), μια καυστική κοινωνική σάτιρα, του χάραξε τον δρόμο του επαναστάτη συγγραφέα. Καθιερώθηκε με το έργο Η φωτιά,… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek