-
1 ἀνώ-φοιτος
ἀνώ-φοιτος ( φοιτἀω), aufwärts steigend, Philo.
-
2 ἀνώφοιτος
См. также в других словарях:
ανώφοιτος — ἀνώφοιτος, ον (Α) (για τον αέρα και τη φωτιά) αυτός που κατευθύνεται προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνω + φοιτος < φοιτώ] … Dictionary of Greek