-
1 ἀνώφοιτος
ἀνώ-φοιτος, ον,A mounting upwards, of air and fire, Zeno Stoic.1.27, cf. Ph.2.513, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνώφοιτος
См. также в других словарях:
ανώφοιτος — ἀνώφοιτος, ον (Α) (για τον αέρα και τη φωτιά) αυτός που κατευθύνεται προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνω + φοιτος < φοιτώ] … Dictionary of Greek