-
41 ανωτέρους
-
42 ἀνωτέρους
-
43 ανώτερα
-
44 ἀνώτερα
-
45 ανώτεραι
-
46 ἀνώτεραι
-
47 ανώτεροι
-
48 ἀνώτεροι
-
49 τανώτερα
-
50 τἀνώτερα
-
51 κλήρος
κλήρος οдуховенство, клир Церкви:ανώτερος κλήρος (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι) высший клир (епископы, священники, дьяконы)
κατώτερος κλήρος (υποδιάκονοι, αναγνώστες, ψάλτες) низший клир (иподьяконы, чтецы, певчие)
Этим.< дргр. κλήρος, первоначальное значение «часть (от целого) < κλώ (-άω) «разделять, разъединять» < инд. qul(e) «разъединять». Церковное значение слова восходит к средневековью. Из греческого слово вошло во многие языки: англ. clergy, лат. clericus, рус. клирик5 -
52 511
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 511
-
53 ἄνω
+ D 8-15-5-4-6=38 Lv 11,21; Ex 20,4; Dt 4,39; 5,8; 28,43upward(s) (with verbs implying motion) JgsB 7,13; above (with verbs implying rest) Ex 20,4; upper (as adj.) Jos 15,19ἄνω ἄνω very high Dt 28,43; ἕως ἄνω exceedingly 2 Chr 26,8 ἀνωτέρω upper 1 Kgs 10,22a; ἀνώτερόν τινος above Lv 11,21 see ἀνώτατος and ἀνώτερος→NIDNTT; TWNT -
54 ἄνω
ἄνω (A), imper.Aἀνέτω S.Ichn.70
, inf. , part. ἄνων, [tense] impf. ἦνον, etc. (v. infr.): [tense] aor.ἤνεσα IG7.3226
(Orchom. [dialect] Boeot.), Hymn.Is.35, prob. in AP7.701.1 (Diod.) ( ἤνεσ' codd.):— = ἀνύω, ἀνύτω, accomplish, finish,ἦνον ὁδόν Od.3.496
; (Dobree, cf. AB406);ἀλλ' οὐδὲν ἦνεν E.Andr. 1132
;ἦ τὸ δέον.. ἤνομεν; S.Ichn.98
; ταῦτα πρὸς ἀνδρός ἐστ' ἄνοντος εἰς σωτηρίαν (cf.ἀνύω 1.6
) Ar.V. 369;ἀρυσσάμενοι ποτὸν ἤνομεν AP 11.64
(Agath.).II [voice] Pass., come to an end, be finished, mostly of a period of time, μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται night is quickly drawing to a close, Il.10.251; ἔτος ἀνόμενον the waning year, Hdt.7.20;ἦμαρ ἀνόμενον A.R.2.494
;ἀνομένου τοῦ μηνός SIG577.30
(Milet., iii/ii B.C.); alsoὅππως.. ἔργον ἄνοιτο Il.18.473
;ἤνετο τὸ ἔργον Hdt.1.189
, 8.71;ἀνομένων βημάτων A.Ch. 799
;ὁπόταν θήρης.. ἔργον ἄνηται Opp.H.5.442
: impers., λιταῖς ἄνεται, = λιταὶ ἀνύονται, Pi.O.8.8. [[pron. full] ᾱ Hom., exc. Il.18.473: afterwds. common, cf. A. l.c., Opp.H. l.c. Orig. ἄνϝω, cf. ἀνύω.]------------------------------------I with Verbs implying Motion, upwards,ἄ. ὤθεσκε ποτὶ λόφον Od.11.596
; ἄ. ἀπὸ θαλάσσης ἀναπλεῖν up stream, Hdt.2.155;ἄ. ποταμῶν χωροῦσι παγαί E.Med. 410
(lyr.), hence "ἄ. ποταμῶν", proverbial, D.19.287, etc.;κόνις δ' ἄ. φορεῖτο S. El. 714
;κονιορτὸς ἄ. ἐχώρει Th.4.34
; ἡ ἄ. ὁδός the upward road, Pl. R. 621c; ἄ. ἰόντι going up the country (i.e. inland, v. infr. 11.1f), Hdt.2.8; ἄ. κάτω, v. infr. 11.2; πέμπειν ἄ., i.e. from the nether world, A.Pers. 645 (lyr.), cf. Ch. 147;σύριγγες ἄ. φυσῶσιμέλαν μένος S. Aj. 1412
(lyr.).b on earth, opp. the world below,νέρθε κἀπὶ γῆς ἄ. S.OT 416
;ἡνίκ' ἦσθ' ἄ. Id.El. 1167
;ἄ. βλέπειν Id.Ph. 1348
;ἄ. ἐπὶ [τῆς] γῆς Pl.Phd. 109c
; οἱ ἄ. the living, opp. οἱ κάτω the dead, S.Ant. 1068, cf. Ph. 1348, etc.; τὰ ἄ. πράγματα the world above, Luc.Cont.1.c in heaven, opp. earth, οἱ ἄ. θεοί the gods above, S.Ant. 1072;κῆρυξ τῶν ἄ. τε καὶ κάτω A.Ch. 124
: esp. in NT,ἐκ τῶν ἄ. εἰμί Ev.Jo.8.23
;ἡ ἄ. Ἱερουσαλήμ Ep.Gal.4.26
;ἡ ἄ. κλῆσις Ep.Phil.3.14
.d generally, of relative position, ὁ δῆμος ἄ. καθῆτο in the upper quarter of the city, i.e. the Pnyx, D.18.169; ἡ ἄ. βουλή, i.e. the Areopagus, Plu.Sol.19; βαλλόμενοι ὑπὸ τῶν ἄ. by those above on the roofs, Th.4.48;τὰ ἄ. X.An.4.3.25
; τὰ ἄ. τῆς οἰκίας, opp. θεμέλια, Id.Eq.1.2;οἱ ἄ. τόποι OGI111.17
.e geographically, on the upper side, i.e. on the north,ἄ. πρὸς βορέην Hdt.1.72
; οὔτε τὰ ἄ. χωρία οὔτε τὰ κάτω [οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἠῶ οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην] Id.1.142;ὁ ἄ. τόπος Pl.R. 435e
.f inward from the coast,ἡ ἄ. Ἀσίη Hdt.1.95
; τὰ ἄ. τῆς Ἀσίης ib. 177; ἡ ἄ. ὁδός the upper or inland road, Id.7.128, X.An.3.1.8; ἡ ἄ. πόλις, opp. the Piraeus, Th.2.48; in full, οἱ ἀπὸ θαλάσσης ἄ. ib.83;ἡ ἄ. Μακεδονία Plu.Pyrrh.11
; ὁ ἄ. βασιλεύς the king of the upper country, i.e. of Persia, X.An.7.1.28.h in the body, τὰ ἄ. the upper parts, opp. τὸ κάτω, Arist.GA 741b28, al.;ἡ ἄ. κοιλία Id.Mete. 360b23
.i of Time, formerly, of old, εἰς τὸ ἄ. reckoning upwards or backwards, of generations, Pl.Tht. 175b; οἱ ἄ. men of olden time, Id.Criti. 110b;οἱ ἄ. τοῦ γένους Id.Lg. 878a
; αἱ ἄ. μητρός the mother's lineal ancestors, Id.R. 461c, cf. infr. c;ἐν τοῖς ἄ. χρόνοις D.18.310
.k above, in referring to a passage, Pl.Grg. 508e;ἐν τοῖς ἄ. λόγοις R. 603d
, cf. Arist.Rh. 1412b33, etc.1 of tones in the voice,οἱ ἄ. τόνοι Plu.Cic.3
.m metaph., ἄ. βαίνειν walk proudly, Philostr.VA1.13;ἄ. φρονεῖν Hld.7.23
.n higher, more general, of κατηγορίαι, Arist.AP0.82a23.2 ἄ. καὶ κάτω up and down, to and fro,εἷρπ' ἄ. τε καὶ κάτω E.HF 953
;ἄ. καὶ κ. φεύγειν Ar.Ach.21
;ἄ. τε καὶ κ. κυκᾶν Id.Eq. 866
;περιπατεῖν ἄ. κ. Id.Lys. 709
.b upside-down, topsy-turvy,τὰ μὲν ἄ. κ. θήσω, τὰ δὲ κ. ἄ. Hdt.3.3
;πάντ' ἄ. τε καὶ κ. στρέφων τίθησιν A.Eu. 650
;τρέπουσα τύρβ' ἄ. κ. Id.Fr. 311
, cf. Ar.Av.3;ἄ. κ. συγχεῖν E.Ba. 349
;ἄ. καὶ κ. ποιεῖν τὰ πράγματα D.9.36
;τοὺς νόμους στρέφειν 21.19
;πόλλ' ἄ., τὰ δ' αὖ κ. κυλίνδοντ' ἐλπίδες Pi.O.12.6
;πολλάκις ἐμαυτὸν ἄ. κ. μετέβαλλον
backwards and forwards,Pl.
Phd. 96a, cf. Prt. 356d.3 ἄ. ἔχειν τὸ πνεῦμα pant or gasp, Men.23, cf. Sosicr.1.B as Prep. with gen., above,ἡ ἄ. Ἅλυος Ἀσίη Hdt.1.130
, cf. 103, Call.Jov.24; αἱ ἄ. μητρός (v. supr. 11.1 i); ἄ. τοῦ γόνατος above the knee, Thphr.Char.4.4;ἀπὸ ἄ. τῆς χθονὸς ταύτης LXX 3 Ki.14.15
.2 with partitive gen., αἰθέρος ἄ. ἑλεῖν dub. in S.Ph. 1092, cf. E.Or. 1542;γῆς ἥκοντ' ἄ. Id.HF 616
;μικρὸν προαγαγὼν ἄ. τῶν πραγμάτων Aeschin.2.34
.C [comp] Comp. ἀνωτέρω, abs., higher,ἀ. θακῶν.. Ζεύς A.Pr. 314
; ἀ. οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων not getting on any farther, Hdt. 1.190;ἀδελφῷ ἢ πατρὶ ἢ ἔτι ἀ. Pl.Lg. 880b
;οὐ προήϊσαν ἀ. τὸ πρὸς ἑσπέρης Hdt.8.130
.2 c. gen., ἀ. Σάμου ib. 132;ἀ. γίγνεσθαί τινων X.An.4.2.25
; ἀ. τῶν μαστῶν above them, ib.1.4.17; laterἀνώτερον Plb.1.7.2
, etc.; cf. ἀνώτερος. -
55 ἀνωτερικός
См. также в других словарях:
ἀνώτερος — upper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωτέρων — ἀνώτερος upper fem gen pl ἀνώτερος upper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρως — ἀνώτερος upper adverbial ἀνώτερος upper masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώτερον — ἀνώτερος upper masc acc sg ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… … Dictionary of Greek
Τσολάκογλου, Γεώργιος — Ανώτερος στρατιωτικός (1886 – 1948). Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα (1941) και κατέλαβαν τα Γρεβενά, απομόνωσαν τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε νικηφόρα στην Αλβανία. Ο στρατηγός T., που βρισκόταν τότε επικεφαλής τμήματος στρατού στο… … Dictionary of Greek
ἀνωτέραις — ἀνώτερος upper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρη — ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέροις — ἀνώτερος upper masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)