Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνέδην

См. также в других словарях:

  • ανέδην — ἀνέδην επίρρ. (Α) 1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα 2. βίαια 3. αχαλίνωτα, ακόλαστα 4. αφρόντιστα, ανέμελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) δην] …   Dictionary of Greek

  • ἀνέδην — let loose indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …   Dictionary of Greek

  • πορνεύω — ΝΜΑ [πόρνη] 1. παρέχω το σώμα μου για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής («μειράκιον μὲν οὖν πάνυ ὡραῑον... ἀνέδην ἐπόρνευε καὶ συνῆν ἐπὶ μισθῷ τοῑς βουλομένοις», Λουκιαν.) 2. μέσ. πορνεύομαι είμαι ή γίνομαι πόρνη νεοελλ. κάνω μια γυναίκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»