Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνάπνευστος

См. также в других словарях:

  • ἀνάπνευστος — without drawing breath masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… …   Dictionary of Greek

  • αναπνευστός — ή, ό (Α ἀναπνευστός, ή, όν ο αναπνεύσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω. ΠΑΡ. αναπνευστικός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»