Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀνϑρώπινα

См. также в других словарях:

  • ἀνθρωπίνα — ἀνθρωπίνᾱ , ἀνθρώπινος of fem nom/voc/acc dual ἀνθρωπίνᾱ , ἀνθρώπινος of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρώπινα — ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροχός τὰ ἀνθρώπινα. — τροχός τὰ ἀνθρώπινα. См. Колесо фортуны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀνθρώπινα — ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνθρώπινα — ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπίνας — ἀνθρωπίνᾱς , ἀνθρώπινος of fem acc pl ἀνθρωπίνᾱς , ἀνθρώπινος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρώπιν' — ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινε , ἀνθρώπινος of masc voc sg ἀνθρώπινε , ἀνθρώπινος of masc/fem voc sg ἀνθρώπιναι , ἀνθρώπινος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπίναν — ἀνθρωπίνᾱν , ἀνθρώπινος of fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • υπεράνθρωπος — Άτομο που στέκει πάνω από την ανθρώπινη δύναμη. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό, το δυναμικό άτομο, το πολύ πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Ο όρος έγινε γνωστός κυρίως από τη σχετική θεωρία του Φρ. Νίτσε, που ιδανικό του ήταν ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»