Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνόθευτος

См. также в других словарях:

  • ἀνόθευτος — pure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανόθευτος — η, ο (AM ἀνόθευτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει υποστεί νοθεία, αγνός, καθαρός 2. μτφ. γνήσιος αρχ. «ἀνόθευτος γάμος» (Αριστοτέλης) αυτός που δεν βαρύνεται με μοιχεία …   Dictionary of Greek

  • ανόθευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε νοθεύτηκε, γνήσιος, αγνός: Πολύ λίγα τρόφιμα σήμερα κυκλοφορούν ανόθευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοθεύτως — ἀνόθευτος pure adverbial ἀνόθευτος pure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόθευτον — ἀνόθευτος pure masc/fem acc sg ἀνόθευτος pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοθεύτου — ἀνόθευτος pure masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοθεύτους — ἀνόθευτος pure masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόθευτα — ἀνόθευτος pure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …   Dictionary of Greek

  • γνήσιος — α, ο (AM γνήσιος, α, ον) 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο 2. (για γένος, γενιά) ανόθευτος, αγνός 3. (για αδέλφια) που είναι από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα 4. αληθινός, πραγματικός 5. ανόθευτος 6. το ουδ. ως ουσ. γνήσιο …   Dictionary of Greek

  • благоположьныи — (5) пр. Надлежащий, подходящий: [подобает] коръмити чада въ наказ(а)ньи г(с)ни во всѩко времѩ. и перьваго възраста бл҃гоположена быти. на приносимоѥ при˫атьѥ искоушаѥмо. ПНЧ XIV, 16б; бл҃гоположноѥ покорениѥ. (ἀνόϑευτος) ФСт XIV, 61а; молюсѩ...… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»