Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀντίπρῳρον

См. также в других словарях:

  • ἀντίπρῳρον — ἀντίπρῳρος with the prow towards masc/fem acc sg ἀντίπρῳρος with the prow towards neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»