-
1 ἀντι-στηρίζω
ἀντι-στηρίζω (s. στηρίζω), 1) unterstützen, LXX. – 2) widerstreben, Hippocr.
-
2 ἀντιστηρίζω
ἀντι-στηρίζω, (1) unterstützen. (2) widerstreben
См. также в других словарях:
ἀντεστηρίζοντο — ἀντί στηρίζω make fast imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικοντώ — ἀντικοντῶ ( όω) (Α) στηρίζω με ξύλινο υποστήριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + * κοντώ < κοντός «μακρύ ξύλινο ραβδί, κοντάρι»] … Dictionary of Greek
θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… … Dictionary of Greek