Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντι-κύρω

См. также в других словарях:

  • υποκυρούμαι — όομαι, ΜΑ (δ. γρφ.) επικυρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κυρῶ, οῦμαι (< κύριος). Ο τ. αποτελεί δ. γρφ. αντί τού ἐπικυροῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»