-
1 Αντιάνειραι
-
2 Ἀντιάνειραι
-
3 αντιάνειραι
-
4 ἀντιάνειραι
-
5 ἀντι-άνειρα
ἀντι-άνειρα, einzeln stehendes fem., wie βωτιάνειρα, κυδιάνειρα, männergleich, ἴσανδρος, von ἀντί in der Bdtg b); zweimal bei Hom., Iliad. 3, 189 Ἀμαζόνες ἀντιάνειραι, 6, 186 Ἀμαζόνας ἀντιανείρας. S. Apollon. lex. Hom. 31, 16. 33, 19 Lehrs Aristarch. p. 120. – Coluth. 170 ἀντιάνειραν Ἀϑήνην; aber Pind. Ol. 12. 16 στάσις ἀντιάνειρα ein Bürgerkrieg, wo Mann gegen Mann steht.
См. также в других словарях:
Ἀντιάνειραι — Ἀντιάνειρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιάνειραι — ἀντιάνειρα a match for men fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANTIANIRA — mater Euryli et Echionis. Apollonius l. 1. Τὼ δ᾿ αὖτ᾿ ἐκγεγάτην Μενετήϊδος Ἀντιανείρης. Hesych. Ἀντιάνειραι, Ἀρίςταρχος ἴσανδροι. τὸ δὲ ἐπίθετον τῶν Ἀμαζόνων, ἤτοι διότι ἀνδράσιν ἠναντιοῦντο οὐ θέλουσαι ἀυτοῖς συνευναςθῆναι … Hofmann J. Lexicon universale