-
1 αντιτύπου
ἀντίτυποςrepelled: masc /neut gen sgἀντίτυποςrepelled: masc /fem /neut gen sgἀ̱ντιτύπου, ἀντιτυπόωexpress as by a figure: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀντιτυπόωexpress as by a figure: pres imperat act 2nd sgἀντιτυπόωexpress as by a figure: pres imperat act 2nd sgἀντιτυπόωexpress as by a figure: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀντιτυπόωexpress as by a figure: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἀντιτύπου
ἀντίτυποςrepelled: masc /neut gen sgἀντίτυποςrepelled: masc /fem /neut gen sgἀ̱ντιτύπου, ἀντιτυπόωexpress as by a figure: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀντιτυπόωexpress as by a figure: pres imperat act 2nd sgἀντιτυπόωexpress as by a figure: pres imperat act 2nd sgἀντιτυπόωexpress as by a figure: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀντιτυπόωexpress as by a figure: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 ἀποθρῴσκω
A leap off from,νηός Il.2.702
; ἀπὸ τῶν ἴππων, ἀπὸ νεός, Hdt.1.80, 7.182;ἰοὶ ἀπὸ νευρῇφι θορόντες Il.16.773
: abs., spring away, Opp.H.1.206.3 rebound from,ἔρως ἀντιτύπου κραδίης ἀ. AP9.443
(Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθρῴσκω
См. также в других словарях:
ἀντιτύπου — ἀντίτυπος repelled masc/neut gen sg ἀντίτυπος repelled masc/fem/neut gen sg ἀ̱ντιτύπου , ἀντιτυπόω express as by a figure imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀντιτυπόω express as by a figure pres imperat act 2nd sg ἀντιτυπόω express as by a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
εκτύπωση — η 1. η τύπωση με το τυπογραφικό πιεστήριο, η τυπογράφηση. 2. η αναπαραγωγή σε φωτοπαθή επιφάνεια θετικού αντιτύπου της αρνητικής εικόνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τράβηγμα — το, ατος 1. έλξη, τραβηξιά: Τράβηγμα του σκοινιού. 2. άντληση υγρού: Τράβηγμα νερού απ το πηγάδι. 3. εκτύπωση κάθε αντίτυπου στην τυπογραφία. 4. έκδοση συναλλαγματικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοχαρακτική — η μέθοδος για τη χάραξη, με διαβρωτικά μέσα, του φωτογραφικού αντιτύπου που αποτυπώθηκε σε μεταλλική πλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия