-
1 αντιπεριιστημι
1) расставлять вокруг (противника), располагать кольцом(κινδύνους τινί Polyb.)
; pass. стоять вокруг, окружать(περὴ τοὺς τόπους Arst.)
2) теснить со всех сторон(ἀντιπεριΐστασθαι ἐντὸς ὑπὸ τοῦ ἔξω θερμοῦ Arst.)
; pass. вытесняться отовсюду
См. также в других словарях:
αντιπεριίστημι — ἀντιπεριίστημι (Α) 1. περιβάλλω και συμπιέζω από παντού 2. φέρνω, διαδίδω κάτι παντού 3. ( αμαι) α) συμπιέζομαι από παντού β) αντικαθίσταμαι από άλλη ουσία … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek