-
1 ἀντιπεριΐστημι
A oppose by surrounding, compress, Arist. Mete. 382b10, 347b6:—[voice] Pass., with intr. tenses in [voice] Act., to be compressed, ib. 348b6, al.2 [voice] Pass., to be replaced by another substance, ib. 382a14;ἀ. ἀλλήλοις
change places with,Id.
Resp. 472b16, cf. Gal.17(2).292.3 [voice] Pass., to be opposed, in general sense, Iamb.in Nic.p.19P.; of the shadow of the earth, TheoSm. p.121 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπεριΐστημι
См. также в других словарях:
αντιπεριίστημι — ἀντιπεριίστημι (Α) 1. περιβάλλω και συμπιέζω από παντού 2. φέρνω, διαδίδω κάτι παντού 3. ( αμαι) α) συμπιέζομαι από παντού β) αντικαθίσταμαι από άλλη ουσία … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek