-
1 ἀντι-πέρᾱν
ἀντι-πέρᾱν, ion. ἀντιπέρην, p. ἀντιπέρα, jenseits, gegenüber, auf der entgegengesetzten Seite, ἡ ἀντιπέραν ἤπειρος Xen. Hell. 6, 2, 6; τινός, z. B. κατ' ἀντιπέραν τῆς χώρας Pol. 9, 41; Sp. auch τινί – Vgl. noch Mosch. 2, 9 Ἀσιάδ', ἀντιπέρην τε.
См. также в других словарях:
ἀντιπέρην — ἀντιπέρα fem acc sg (epic ionic) ἀντιπέρας over against ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίπερα — (Α ἀντίπερα, πέραν, πέρην, πέρας Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν) επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυ («ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»). αρχ. ως επίθ. «Ἀσίδα τ ἀντιπέρην τε» την ασιατική και… … Dictionary of Greek
καταντιπέρην — (Α) καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιπέρην «αντίκρυ, απέναντι»] … Dictionary of Greek