-
1 αντιπέρην
-
2 ἀντιπέρην
-
3 ἀντιπέραν
A = ἀντιπέρᾱς, v.l. in X.HG6.2.9, cf. A.R.2.177,al.; also κατ' ἀντιπέραν, c. gen., Plb.9.41.11.II Adj., Ἀσίδα τ' ἀντιπέρην τε Asia and the opposite coast, Mosch.2.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπέραν
См. также в других словарях:
ἀντιπέρην — ἀντιπέρα fem acc sg (epic ionic) ἀντιπέρας over against ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίπερα — (Α ἀντίπερα, πέραν, πέρην, πέρας Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν) επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυ («ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»). αρχ. ως επίθ. «Ἀσίδα τ ἀντιπέρην τε» την ασιατική και… … Dictionary of Greek
καταντιπέρην — (Α) καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιπέρην «αντίκρυ, απέναντι»] … Dictionary of Greek