Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀντικειμένῃ

См. также в других словарях:

  • ἀντικειμένη — ἀντίκειμαι to be set over against perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀντίκειμαι to be set over against pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικειμένῃ — ἀντίκειμαι to be set over against perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἀντίκειμαι to be set over against pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίκειμαι — (AM ἀντίκειμαι) βρίσκομαι σε αντίθεση, αντιβαίνω προς κάτι νεοελλ. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) βλ. αντικείμενο*. αρχ. (ως παθ. του ἀντιτίθημι*) 1. είμαι τοποθετημένος απέναντι 2. αντιστοιχώ 3. (για τόπους) κείμαι απέναντι 4. (για πράγματα) κείμαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»