-
1 αντεπιστείλαι
-
2 ἀντεπιστεῖλαι
-
3 αὐτοπρόσωπος
αὐτο-πρόσωπος, ον,A in one's own person, without a mask, of an actor, Ath.10.452f, cf. Jul.Mis. 367b;αὐ. φανῆναι Luc.Pr.Im.3
;αὐ. ὁρᾶν τὸ κάλλος Id.Tim.27
;λέγειν Id.JTr.29
; speaking in one's own person, Sch.Il.Oxy.1086.64, al.;συγγράμματα αὐ.
in which the author speaks in his own person,Ammon.
in Cat.4.16; cf. αὐτοδιήγητος. Adv.-πως, θεσπίσαι Ph.2.208
;εἰσάγειν τοὺς κωμῳδουμένους Hermog.Stat.
II (v.l. -πους); ὑποκρινόμενος Him.Ecl.2.21
; (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπρόσωπος
См. также в других словарях:
ἀντεπιστεῖλαι — ἀντεπιστέλλω write an answer aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)