-
1 ἀντιστασιάζω
A form a party against,τινί X.An.4.1.27
; οἱ ἀντιστασιάζοντες, = οἱ ἀντιστασιῶται, Id.Cyr.7.4.3;ἀ.πρὸς πάντα
to offer opposition to..,D.C.
37.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστασιάζω
-
2 ἀντιστασιαστής
A = ἀντιστασιώτης, J. BJ1.7.5, D.C.73.4, Fr.84.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστασιαστής
-
3 ἀντιστάσιμος
ἀντιστᾰσ-ιμος, ον,A sloping, Anon.Alch. p.26B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστάσιμος
-
4 ἀντιστάσιος
ἀντιστᾰσ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστάσιος
-
5 ἀντίστασις
II opposition,αἰώνιος Ph.1.577
;ἐπὶ τῇ ἀρχῇ J.AJ 17.11.2
;τύχης Plu.Aem.36
;ἐξ ἀ. ἀγωνίζεσθαι
in pitched battle,Hdn.
5.4.4; ἴσην ἀ. ἔχειν weigh equally, Arist.Mu. 397a1.III counterplea, set-off, e.g. benefit conferred balanced against injury done, Hermog.Stat.2, cf. 6 (pl.), Arg.Lycurg.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίστασις
-
6 ἀντιστασιώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστασιώτης
См. также в других словарях:
υποβρυχιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποβρύχιο 2. (για πολεμικές επιχειρήσεις ή ασκήσεις) αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια («υποβρυχιακός πόλεμος» ο πόλεμος με υποβρύχια που εγκαινίασαν και διεξήγαγαν οι Γερμανοί εναντίον τού θαλάσσιου… … Dictionary of Greek