-
1 ανστήτην
-
2 ἀνστήτην
-
3 ἀνστήτην
ἀνστάς, ἀνστᾶσα, ἄνστησον, ἀνστήτην, ἀνστήσεσθαι: see ἀνίστημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνστήτην
-
4 ἄνστα
-
5 ἀνίστημι
ἀν-ίστημι, ipf. ἀνίστη, fut. ἀναστήσουσι, ἀνστής-, aor. 1 ἀνέστησε, opt. ἀναστήσειε, imp. ἄνστησον, part. ἀναστήσᾶς, ἀνστήσᾶσα, aor. 2 ἀνέστη, dual ἀνστήτην, 3 pl. ἀνέσταν, inf. ἀνστήμεναι, part. ἀνστάς, mid. pres. ἀνίσταμαι, ἀνιστάμενος, ipf. ἀνίστατο, fut. ἀναστήσονται, inf. ἀνστήσεσθαι: I. trans. (pres., ipf., fut., aor. 1, act.), make to stand or get up, Od. 7.163, ; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, took him by the hand and ‘made him arise,’ Il. 24.515, Od. 14.319; violently, Il. 1.191; so of ‘rousing,’ Κ 32; raising the dead, Il. 24.756; instituting a migration, Od. 6.7, etc.—II. intrans. (aor. 2 and perf. act., and mid. forms), stand up, get up; ἐξ ἑδέων, ἐξ εὐνῆς, etc.; especially of rising to speak in the assembly, τοῖσι δ' ἀνέστη, ‘to address them,’ τοῖσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη, Il. 1.58; ἀνά repeated as adverb, ἂν δ' Ὀδυσεὺς πολύμητις ἀνίστατο, Il. 23.709.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνίστημι
-
6 ἀνστάς
ἀνστάς, ἀνστᾶσα, ἄνστησον, ἀνστήτην, ἀνστήσεσθαι: see ἀνίστημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνστάς
-
7 ἀνστᾶσα
ἀνστάς, ἀνστᾶσα, ἄνστησον, ἀνστήτην, ἀνστήσεσθαι: see ἀνίστημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνστᾶσα
-
8 ἄνστησον
ἀνστάς, ἀνστᾶσα, ἄνστησον, ἀνστήτην, ἀνστήσεσθαι: see ἀνίστημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄνστησον
-
9 ἀνστήσεσθαι
ἀνστάς, ἀνστᾶσα, ἄνστησον, ἀνστήτην, ἀνστήσεσθαι: see ἀνίστημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνστήσεσθαι
См. также в других словарях:
ἀνστήτην — ἀνίστημι make to stand up aor ind act 3rd dual (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)