-
81 разносить
ρ.δ. μ, τεντώνω, ανοίγω (για υποδήματα).ανοίγω, -ομαι, τεντώνομαι,.ρ.δ.βλ. разнести.βλ. разнестись. -
82 разрезать
разре/ зать 1-режу, -режешьρ.σ.μ.1. κόβω, τέμνω• τεμαχίζω•разрезать хлеб на куски κόβω το ψωμί κομματάκια•
разрезать дыню κόβω (τεμαχίζω) το πεπόνι•
разрезать ножницами сукно κόβω με το ψαλίδι την τσόχα.
2. ανοίγω, σχίζω•разрезать опухоль ανοίγω τον όγκο (πρήξιμο) με το νυστέρι.• живот σχίζω την κοιλιά (με το νυστέρι).
|| μτφ. σχίζω τα νερά (για σκάφος). || διαχωρίζω κόβοντας•разрезать страницы книги κόβω τις σε-λιόες του βιβλίου.
3. μτφ. κάνω ρήγμα• αποκόπτω•разрезать неприятельский отряд αποκόπτω εχθρικό τμήμα.
разреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. разрезать(ся).разре/ заться 3-режетсяρ.σ. διατέμνομαι. -
83 раскинуть
ρ.σ.μ.1. βλ. разбросать (2 σημ.).2. απλώνω, στρώνω•раскинуть ковр απλώνω το χαλί.
3. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτείνω, εξαπλώνω.4. ανοίγω•раскинуть палатку ανοίγω τη σκηνή (αντίσκηνο).
εκφρ.раскинуть карты – ρίχνω τα χαρτιά (για μάντεμα)•раскинуть умом (мозгами) – σκέφτομαι, συλλογίζομαι, καλομελετώ.1. βλ. разбросаться (2 σημ.).2. εκτείνομαι, απλώνομαι•впереди нас -лся город μπροστά μας εκτείνονταν η πόλη.
-
84 раскорячить
-
85 распаковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распакованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. ξεπακετάρω• ξεμπαλάρω• ανοίγω το πακέτο.1. ανοίγω το πακέτο μου, βγάζω, λύνω τα πράγματα μου.2. απαλλάσσομαι της συσκευασίας. -
86 распялить
ρ.σ.μ.1. τεντώνω γερά.2. ανοίγω πολύ•распялить рот ανοίγω πολύ το στόμα.
-
87 растянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. τεντώνω•растянуть сырую колу τεντώνω το υγρό (μουσκεμένο) δέρμα•
растянуть перчатки τεντώνω τα γάντια•
растянуть обувь τεντώνω τα παπούτσια.
|| ανοίγω•растянуть рот ανοίγω πολύ το στόμα.
|| χαλαρώνω την ελαστικότητα•растянуть подвязки χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών).
|| υπερεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση•растянуть связки στραμπουλίζω, στραγγουλίζω•
растянуть сухожилия βλάπτω• (στραγγουλίζω) τους τένοντες.
2. απλώνω•растянуть ковр по комнате απλώνω το χαλί στο δωμάτιο•
растянуть полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα.
3. τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω• εκτείνω.4. καθυστερώ, παρατραβώ, τρενάρω•растянуть сроки сева καθυστερώ τη σπορά•
растянуть доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομιλία).
(για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, παρατείνω, παρατραβώ.1. τεντώνομαι, εντείνομαι. || χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). || υπερεντείνομαιβλάπτομαι από την υπερέ—. νταση• στραμπουλίζομαι εξαρθρώνομαι.2. τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, εκτείνομαι.3. ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιάνω ξαπλωταριά•растянуть на постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ.
4. διαρκώ, συνεχίζομαι•свадьба -лась на пять дней ο γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα),
-
88 расщемить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расщемленный, βρ: -лен, -лена, -лено;ρ.σ.μ. (απλ.)• ανοίγω• ξεσφίγγω•расщемить клещи ανοίγω την τανάλια (ή τσιμπίδα).
-
89 рот
рта, προθ. о рте, во рту α.1. στόμα•рот большой рот μεγάλο στόμα•
маленький рот στοματάκι•
открывать рот ανοίγω το στόμα•
закрывать рот κλείνω το στόμα•
во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•
прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•
дышать ртом αναπνέω με το στόμα.
2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.
εκφρ.зажать (замазать, заткнуть – κ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•то – παραπάνω. -
90 ширять
-
91 аккредитив
фин. η πιστωτική επιστολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аккредитив
-
92 банк
1. эк. η τράπεζ/α 2. мед. η τράπεζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > банк
-
93 бурить
διατρυπώ, ανοίγω οπή/τρύπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бурить
-
94 выключать
1. (ток, напряжение, питание) διακόπτω, αποσυνδέω 2. (электро- или радиоустройство, что-л. из цепи) αποσυνδέω 3. (д.в.с, ядерный реактор) σταματώ, σβήνω 4. (сцепление) αποζευγνύω 5. (кон-тактор, командоаппарат и т.п.) ανοίγω (π.χ. την επαφή) 6. (воду, газ и т.п.) διακόπτω/σταματώ (τη ροή) 7. (исключать) διαγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключать
-
95 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
96 губка
1. (зажимная) η σιαγόν/α (σύσφιξης)-и гаечного ключа - ες του (γαλλικού) κλειδιού, раздвигать - и гаечного ключа ανοίγω τα - ια του (γαλλικού) κλειδιού2. (пористое вещество) ο σπόγγος, το σφουγγάρι 3. зоол. о σπόγγος, το σφουγγάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > губка
-
97 дырявить
τρυπώ, ανοίγω οπή/τρύπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дырявить
-
98 заседание
η συνεδρίασ/η, η συνέλευση, το συμßoύλιo,(coбpaниe) η συγκέντρωση, η σύναψη, (совещание) η συνδιάσκεψηпереносить - μεταφέρω/μεταβάλλω τη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заседание
-
99 зев
1. тех. το άνοιγμα, η οπή, η τρύπα 2. мед. η οπή/ο ισμός του φάρυγγα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зев
-
100 набирать
1. полигр. στοιχειοθετώ 2. (собирать) συλλέγω, μαζεύω 3. ав. (высоту) ανυψώνομαικερδίζω/παίρνω ύψος4. (скорость) ανοίγω/αυξάνω (την ταχύτητα) 5. (тлф.) πληκτρολογώ/καλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > набирать
См. также в других словарях:
ανοίγω — ανοίγω, άνοιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνοίγω — ἀνοίγνυμι open pres subj act 1st sg ἀνοίγνυμι open pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρανοίγω — ανοίγω κάτι πολύ λίγο, ελαφρά, μισανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ανοίγω. ΠΑΡ. ακράνοιγμα, ακράνοιχτος] … Dictionary of Greek
γουρλώνω — ανοίγω υπερβολικά τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρουλώνω < μσν. γρυλλώνω < αρχ. γρύλλος «γουρουνάκι»] … Dictionary of Greek
κρυφανοίγω — ανοίγω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν … Dictionary of Greek
ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] … Dictionary of Greek
ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω … Dictionary of Greek
ξεράβω — ανοίγω τις ραφές ενδύματος, ξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ράβω] … Dictionary of Greek
οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… … Dictionary of Greek