Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἀνοίγω

  • 61 расправлять

    расправлять
    несов
    1. (выпрямлять) ἰσ(ι)άζω, τακτοποιώ, τεντώνω:
    \расправлять морщины σβήνω τίς ρυτίδες· \расправлять складки (на платье) τεντώνω (или ἰσιάζω) τίς σοῦρες·
    2. (вытягивать, выпрямлять) τεντώνω:
    \расправлять крылья а) ἀνοίγω τα φτερά, б) перен ἀνοίγω φτερἄ \расправлять спину а) τεντώνω τήν πλάτη, б) перен σηκώνω τό κεφάλι, ἀνορθώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > расправлять

  • 62 расставить

    расставить
    сов, расставлять несов
    1. τοποθετώ, βάζω, στήνω:
    \расставить часовых τοποθετώ σκοπούς·, \расставить сети στήνω παγίδα· \расставить рабочую силу κατανέμω τους ἐργάτες· \расставить книги τακτοποιώ τά βιβλία·
    2. (раздвигать") ἀνοίγω, τεντώνω:
    \расставить но́ги ἀνοίγω τά πόδια·
    3. (платье и т. ἡ.) φαρδαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > расставить

  • 63 растопыривать

    растопыривать
    несов, растопырить сов ἐκτείνω, ἀνοίγω:
    \растопыривать пальцы ἀνοίγω τά δάκτυλα· \растопыривать ноги ἐκτείνω τά πόδια σέ-διάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > растопыривать

  • 64 резать

    резать
    несов
    1. κόβω, κόπτω/ τεμαχίζω, κομματιάζω, κόβω φέτες (ломтями):
    \резать ножницами κόβω μέ τό ψαλίδι, ψαλιδίζὠ \резать хлеб κόβω ψωμί·
    2. (убивать) σφάζω·
    3. (по дереву и т. п.) γλύφω, σκαλίζω·
    4. (вскрывать) разг ἀνοίγω, κόβω:
    \резать нарыв ἀνοίγω τό ἀπόστημά
    5. (причинять боль) σουβλίζω, κόβω, πονώ:
    веревка режет пальцы τό σχοινί μοδ κόβει τά δάχτυλα· свет мне режет глаза τό φῶς μοῦ χτυπά στά μάτια· режет в желудке αἰσθάνομαι σουβλιές στό στομάχι·
    6. (производить неприятное впечатление) ἐνοχλω, χτυπώ:
    режет слух (ухо) χτυπά ἀσχημα (στ' αὐτί)·
    7. (на экзамене) разг ἀπορρίπτω στίς ἐξετάσεις-◊ \резать по живому месту παίρνω δραστήρια μέτρα· \резать правду в глаза разг λέγω κατάμουτρα τήν ἀλήθεια.

    Русско-новогреческий словарь > резать

  • 65 рыть

    рыть
    несов σκάβω, ἀνοίγω, (άνα)σκάπ-τω, ὀρύσσω:\рыть йму σκάβω λάκκο· \рыть око́пы ἀνοίγω χαρακώματα· \рыть картофель ξε-σκάβω πατάτες· ◊ \рыть самому себе яму σκάβω τόν λακκον μου.

    Русско-новогреческий словарь > рыть

  • 66 пробивать

    [πραμπιβάτ'] ρ. ανοίγω τρύπα, διατρυπώ, ανοίγω

    Русско-греческий новый словарь > пробивать

  • 67 пробивать

    [πραμπιβάτ'] ρ ανοίγω τρύπα, διατρυπώ, ανοίγω

    Русско-эллинский словарь > пробивать

  • 68 вспороть

    -орю, -орешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вспоротый, βρ: -рот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξηλώνω. || σχίζω, κόβω, ανοίγω•

    вспороть живот σχίζω την κοιλιά•

    вспороть посылку ανοίγω το δέμα.

    Большой русско-греческий словарь > вспороть

  • 69 начать

    -чну, -чншь, παρλθ. χρ. начал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начатый, βρ: -чат, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αρχίζω, κάνω την αρχή, την έναρξη• βάζω, θέτω σε ενέργεια• ανοίγω, πιάνω βάζω μπρος ξεκινώ•

    начать рубить αρχίζω να κόβω•

    начать постройку αρχίζω την οικοδομή•

    начать разговор αρχίζω την κουβέντα•

    переговоры αρχίζω τις συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    снова начать αρχίζω εκ νέου, επαναρχίζω•

    начать опять επαναρχίζω, ξαναρχίζω•

    начать спор αρχίζω τη συζήτηση•

    начать первый раз πρωταρχίζω•

    начать бочку вина ανοίγω (αρχίζω) το βαρέλι με το κρασί•

    αρχίσω.
    αρχίζω, άρχομαι, κάνω την αρχή κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > начать

  • 70 отверзть

    κ. отврсть
    -рзу, -ерзешь; о παρλθ. χρ. отверз, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отврстый, βρ: -рст, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. ανοίγω•

    отверзть уста ανοίγω το στόμα•

    он отврз объятия αυτός άνοιξε την αγκαλιά.

    || (για μάτια, κόρες ματιών κ.τ.τ.) διανοίγω, διαστέλλω.

    Большой русско-греческий словарь > отверзть

  • 71 отворить

    орго
    -бришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ανοίγω•

    отворить дверь, окно ανοίγω την πόρτα, το παράθυρο.

    ανοίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отворить

  • 72 отпереть

    отопру, отопршь, παρλθ. χρ. отпер
    -ло, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отперший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпертый, βρ: -перт, -а, -о, επίρ. μτχ. отперши κ. отперев ρ.σ.μ. ανοίγω, ξεκλειδώνω, ξεμανταλώνω• ξασφαλίζω•

    замбк ανοίγω την κλείδωνιά•

    он им отпер дверь αυτός τους άνοιξε την πόρτα.

    1. ανοίγομαι, ξεκλειδώνομαι, ξεμανταλώνομαι.
    2. αρνούμαι, δεν παραδέχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отпереть

  • 73 отпечатать

    ρ.σ.μ.
    1. (εκ)τυπώνω, τυπογραφώ. || δακτυλογραφώ. || φωτοτυπώνω (στο χαρτί).
    2. τελειώνω την εκτύπωση.
    3. αποσφραγίζω, αφαιρώ το σφράγισμα, ανοίγω•

    отпечатать комнату ανοίγω (αποσφραγίζω) το δωμάτιο.

    4. αφήνω αποτυπώματα•

    отпечатать пальцы на стекло αποτυπώνω τα δάχτυλα στο γυαλί•

    отпечатать следы на песке αφήνω ίχνη πάνω στον άμμο.

    5. μτφ. λέγω απερίφραστα, κατηγορηματικά, ρητώς.
    αποτυπώνομαι, αφήνω αποτυπώματα, ίχνη. || μτφ. απεικονίζομαι, παρασταίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. βλ. запечатлеться.

    Большой русско-греческий словарь > отпечатать

  • 74 прокопать

    ρ.σ.μ.
    1. σκάβω• ανοίγω•

    прокопать канал ανοίγω διώρυγα.

    2. διατρυπώ σκάβοντας•

    гору διατρυπώ το βουνό.

    3. σκάβω (για ένα χρον. διάστημα)•

    прокопать целый день σκάβω όλη τη μέρα.

    σκάβω•

    прокопать до воды σκάβω ώσπου να βρω νερό.

    || σκάβω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > прокопать

  • 75 проложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, βάζω κατά μήκος• εκτείνω• απλώνω•

    проложить половики по коридорам απλώνω τα χαλιάστους διαδρόμους.

    2. ανοίγω, διανοίγω, φτιάχνω•

    проложить дорогу через лес διανοίγω δρόμο στο δάσος.

    3. σημειώνω τη διαδρομή (στο χάρτη).
    4. παρεμβάζω, τοποθετώ ανάμεσα•

    проложить стеклянную посуду соломой βάζω ανάμεσα στα γυαλικά, άχυρο.

    εκφρ.
    проложить дорогу (путь) – ανοίγω το δρόμο (δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης)•
    проложить себе дорогу – σταδιοδρομώ μόνος μου.

    Большой русско-греческий словарь > проложить

  • 76 просечь

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просеченный, βρ: -чен, -чена, -чено.
    1. κόβω, τρυπώ χτυπώντας•

    извозчик -сек до крови кнутом спину лошади ο αμαξάς μαστίγωσε το άλογο στη ράχη ώσπου πήγε αίμα.

    2. ανοίγω, κόβω•

    просечь просеку ανοίγω δρόμο (κόβοντας τα δέντρα).

    ξηλώνομαι, σχίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > просечь

  • 77 проточить

    -точу, -точишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проточенный
    -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τρυπώ κατατρώγοντας (για σκουλήκια, έντομα).
    2. (για νερό)• ανοίγω, κάνω αυλάκι ρέοντας.
    3. ανοίγω αυλακιά, τρυπώ με τον τόρνο.
    4. ακονίζω, τροχίζω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > проточить

  • 78 раздать

    ρ•σ.μ., παρλθ. χρ. роздал κ. раздал, раздала, роздало
    κ. раздало, μτχ. παρλθ. χρ. радавший, προστκ. раздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. розданный, βρ: роздан
    -а, роздано
    βλ. για την κλίση κ. дать.
    1. διανέμω, (δια)μοιράζω•

    раздать детям подарки μοιράζω δώρα στα παιδιά•

    раздать деньги μοιράζω χρήματα.

    (γραμμ. στοιχεία βλ. раздать1)• ανοίγω, τεντώνω•

    раздать сапоги на колодке ανοίγω τις μπότες στο καλαπόδι.

    Большой русско-греческий словарь > раздать

  • 79 разжать

    разожму, разожмшь
    ρ.σ.μ. ξεσφίγγω, ανοίγω•

    разжать кулак ξεσφίγγω τη γροθιά•

    разжать губы ξεσφιγγω τα χείλη.

    || χαλαρώνω, ξελασκάρω•

    разжать пружину ξελασκάρω το ελατήριο.

    ξεσφίγγομαι, ανοίγω, -ομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разжать

  • 80 разинуть

    ρ.σ.μ. απλ. (για στόμα) ανοίγω.
    εκφρ.
    разинуть рот – α) ανοίγω το στόμα (λέγω κάτι). β) χαζεύω• χάσκω, γ) θαυμάζω, μένω με ανοιχτό το στόμα (έκθαμβος).

    Большой русско-греческий словарь > разинуть

См. также в других словарях:

  • ανοίγω — ανοίγω, άνοιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοίγω — ἀνοίγνυμι open pres subj act 1st sg ἀνοίγνυμι open pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρανοίγω — ανοίγω κάτι πολύ λίγο, ελαφρά, μισανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ανοίγω. ΠΑΡ. ακράνοιγμα, ακράνοιχτος] …   Dictionary of Greek

  • γουρλώνω — ανοίγω υπερβολικά τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρουλώνω < μσν. γρυλλώνω < αρχ. γρύλλος «γουρουνάκι»] …   Dictionary of Greek

  • κρυφανοίγω — ανοίγω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεράβω — ανοίγω τις ραφές ενδύματος, ξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ράβω] …   Dictionary of Greek

  • οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»