Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἀνοίγω

  • 181 вырывать

    вырывать I
    несов прям., перен ἀποσπώ/ξεριζώνω (с корнем):
    \вырывать из рук ἀρπάζω ἀπ' τά χέρια· \вырывать зуб βγάζω ἕνα δόντι, ἐξάγω ὁδόντα· \вырывать листок нз блокнота κόβω ἕνα φύλλο ἀπό τό σημειωματάριο· \вырывать признание ἀποσπώ ὁμολογία.
    вырывать II
    несов безл (о рвоте) ξερνῶ, κάνω ἐμετό, ἐμῶ.
    вырывать III
    несов
    1. (яму и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω λάκκο· 2, (откопать что-л.) ξεθάβω, ξεχώνω.

    Русско-новогреческий словарь > вырывать

См. также в других словарях:

  • ανοίγω — ανοίγω, άνοιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοίγω — ἀνοίγνυμι open pres subj act 1st sg ἀνοίγνυμι open pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρανοίγω — ανοίγω κάτι πολύ λίγο, ελαφρά, μισανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ανοίγω. ΠΑΡ. ακράνοιγμα, ακράνοιχτος] …   Dictionary of Greek

  • γουρλώνω — ανοίγω υπερβολικά τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρουλώνω < μσν. γρυλλώνω < αρχ. γρύλλος «γουρουνάκι»] …   Dictionary of Greek

  • κρυφανοίγω — ανοίγω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεράβω — ανοίγω τις ραφές ενδύματος, ξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ράβω] …   Dictionary of Greek

  • οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»