-
1 ανοσιουργία
ἀνοσιουργίᾱ, ἀνοσιουργίαimpiety: fem nom /voc /acc dualἀνοσιουργίᾱ, ἀνοσιουργίαimpiety: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀνοσιουργίαι, ἀνοσιουργίαimpiety: fem nom /voc plἀνοσιουργίᾱͅ, ἀνοσιουργίαimpiety: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ανοσιουργια
-
3 ἀνοσιουργία
Βλ. λ. ανοσιουργία -
4 ἀνοσιουργίᾳ
Βλ. λ. ανοσιουργία -
5 ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοσιουργία
-
6 ανοσιουργίας
ἀνοσιουργίᾱς, ἀνοσιουργίαimpiety: fem acc plἀνοσιουργίᾱς, ἀνοσιουργίαimpiety: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀνοσιουργίας
ἀνοσιουργίᾱς, ἀνοσιουργίαimpiety: fem acc plἀνοσιουργίᾱς, ἀνοσιουργίαimpiety: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ανοσιουργίαι
ἀνοσιουργίαimpiety: fem nom /voc plἀνοσιουργίᾱͅ, ἀνοσιουργίαimpiety: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 ἀνοσιουργίαι
ἀνοσιουργίαimpiety: fem nom /voc plἀνοσιουργίᾱͅ, ἀνοσιουργίαimpiety: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 ανοσιουργίαν
-
11 ἀνοσιουργίαν
-
12 осквернение
оскверн||ениес ἡ βεβήλωση [-ις], ἡ ἀνοσιουργία. -
13 ανοσιούργημα
το, ανοσιούργία η нечестивый поступок; злодеяние; святотатство -
14 ανοσιουργιών
-
15 ἀνοσιουργιῶν
-
16 ανοσιουργίαις
-
17 ἀνοσιουργίαις
См. также в других словарях:
ἀνοσιουργία — ἀνοσιουργίᾱ , ἀνοσιουργία impiety fem nom/voc/acc dual ἀνοσιουργίᾱ , ἀνοσιουργία impiety fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργίᾳ — ἀνοσιουργίαι , ἀνοσιουργία impiety fem nom/voc pl ἀνοσιουργίᾱͅ , ἀνοσιουργία impiety fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοσιουργία — η (Α ἀνοσιουργία) το ανοσιούργημα … Dictionary of Greek
ἀνοσιουργίας — ἀνοσιουργίᾱς , ἀνοσιουργία impiety fem acc pl ἀνοσιουργίᾱς , ἀνοσιουργία impiety fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργίαι — ἀνοσιουργία impiety fem nom/voc pl ἀνοσιουργίᾱͅ , ἀνοσιουργία impiety fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργίαν — ἀνοσιουργίᾱν , ἀνοσιουργία impiety fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργιῶν — ἀνοσιουργία impiety fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργίαις — ἀνοσιουργία impiety fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)