-
1 ανοσιουργίαις
-
2 ἀνοσιουργίαις
См. также в других словарях:
ἀνοσιουργίαις — ἀνοσιουργία impiety fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανοσιουργίαις
2 ἀνοσιουργίαις
ἀνοσιουργίαις — ἀνοσιουργία impiety fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)