-
1 ανοργίαστος
-
2 ἀνοργίαστος
-
3 ἀνοργίαστος
ἀνοργίαστος, ον,2 of a god or person in whose honour no orgies are held, Pl.Epin. 985d.II uninitiated, Ph.2.268;ἀμύητος καὶ ἀ. τῶν ἱερῶν Them.Or.13.166c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοργίαστος
-
4 ανοργιάστοις
-
5 ἀνοργιάστοις
-
6 ανοργιάστους
-
7 ἀνοργιάστους
-
8 ανοργιάστων
-
9 ἀνοργιάστων
-
10 ανοργίαστα
-
11 ἀνοργίαστα
-
12 ανοργίαστοι
-
13 ἀνοργίαστοι
См. также в других словарях:
ανοργίαστος — ἀνοργίαστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν γιορτάζεται με όργια, δηλ. με την καθιερωμένη θρησκευτική τελετουργία 2. (για θεούς) αυτός προς τιμή του οποίου δεν γίνονται όργια 3. αυτός που δεν είναι μυημένος στα όργια, ο αμύητος … Dictionary of Greek
ἀνοργίαστος — not celebrated with orgies masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοργιάστοις — ἀνοργίαστος not celebrated with orgies masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοργιάστους — ἀνοργίαστος not celebrated with orgies masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοργιάστων — ἀνοργίαστος not celebrated with orgies masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοργίαστα — ἀνοργίαστος not celebrated with orgies neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοργίαστοι — ἀνοργίαστος not celebrated with orgies masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)