-
1 ανοικονομητος
-
2 ανοικονόμητος
η, ο [ος, ον ]1) неустроенный; неупорядоченный, беспорядочный; не поддающийся упорядочению; 2) расточительный; 3) невыносимый, несносный (о человеке)
См. также в других словарях:
ἀνοικονόμητος — not set in order masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοικονόμητος — η, ο (Α ἀνοικονόμητος, ον) αβόλευτος, ατακτοποίητος νεοελλ. ειρων. 1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του 2. ενοχλητικός, άπληστος αρχ. αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά … Dictionary of Greek
ανοικονόμητος — η, ο αβόλευτος, ακατάστατος, δύσκολος: Είναι άνθρωπος ανοικονόμητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνοικονομήτως — ἀνοικονόμητος not set in order adverbial ἀνοικονόμητος not set in order masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικονόμητον — ἀνοικονόμητος not set in order masc/fem acc sg ἀνοικονόμητος not set in order neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικονομήτους — ἀνοικονόμητος not set in order masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικονόμητα — ἀνοικονόμητος not set in order neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυμμάζευτος — ασυμμάζευτος, η, ο και ασυμμάζωχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμμαζεύεται, ανοικονόμητος, ρέμπελος: Έχει μια κόρη ασυμμάζωχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)