Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀνοικεία

См. также в других словарях:

  • ἀνοίκεια — ἀνοίκειος not of the family neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιληπορδία — ἡ, Α [σιληπορδῶ] ανοίκεια θρασύτητα, αναιδής αυθάδεια …   Dictionary of Greek

  • ανοίκειος — α, ο ο ανάρμοστος, ο απρεπής, κυρίως στη φρ. ανοίκεια συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»