-
1 ἀν-οίκειος
ἀν-οίκειος ( ἀνοικεία?), 1) nicht befreundet, vertraut, ἀνοικείως ἔχειν πρός τι, Sp., fremd, τινός, D. Sic. 1, 77. – 2) unpassend, Pol. 6, 10 ( Suid. ἀπρεπές); τινί, 5, 96; Plut.; vgl. Cic. Att. 16, 11.
См. также в других словарях:
ἀνοίκεια — ἀνοίκειος not of the family neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιληπορδία — ἡ, Α [σιληπορδῶ] ανοίκεια θρασύτητα, αναιδής αυθάδεια … Dictionary of Greek
ανοίκειος — α, ο ο ανάρμοστος, ο απρεπής, κυρίως στη φρ. ανοίκεια συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)