-
1 ανοίκεια
-
2 ἀνοίκεια
См. также в других словарях:
ἀνοίκεια — ἀνοίκειος not of the family neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιληπορδία — ἡ, Α [σιληπορδῶ] ανοίκεια θρασύτητα, αναιδής αυθάδεια … Dictionary of Greek
ανοίκειος — α, ο ο ανάρμοστος, ο απρεπής, κυρίως στη φρ. ανοίκεια συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)