-
1 ἀνοίγω
ἀν-οίγνυμι u. ἀνοίγω, öffnen, was verschlossen ist, das Verschließende wegnehmen; absolut mach' auf!; von Seefahrern: die hohe See gewinnen; offen stehen -
2 ανοίγω
I.aufmachenII.eröffnenIII.öffnen -
3 παρ-αν-οίγνῡμι
παρ-αν-οίγνῡμι u. παρ-ανοίγω (s. οἴγνυμι), auf der Seite, ein wenig, nach und nach öffnen; παρανοίξειεν ἄν τις, Dem. 25, 28; ϑύρας, Luc. bis acc. 31; a. Sp., auch übtr., D. Hal. rhet. 10, 13.
-
4 ἀνα-οίγω
-
5 ἀν-οίγνυμι
ἀν-οίγνυμι u. ἀνοίγω, Hom. Iliad. 24, 455 ἀναοίγεσκον, fut. ἀνοίξω, impf. ἀνέῳγον, Hom. Iliad. 14, 168 ἀνῷγεν, aor. ἀνέῳξα Plat. Prot. 310 b, ion. ἀνῷξα Her. 1, 68, inf. ἀνοῖξαι Aesch. Ag. 590, ἤνοιξα nur Sp., perf. I. ἀνέῳχα Dem. 42, 30, ἀνεῳγμένη ϑύρα Plat. Conv. 174 d, ἀνῷκται πάντα Theocr. 14, 47, aor. pass. ἀνεῴχϑην, ἀνοιχϑείην Plat. Phaed. 59 b, ἠνοίγην nur Sp., ἀνοιγήσομαι N. T. Matth. 7, 7, ἠνεῴχϑησαν 3, 16; öffnen, was verschlossen ist, das Verschließende wegnehmen, bei Hom. nur in letzterer Bdtg: κληῖδα ἀναοίγεσκον Il. 24, 455, vgl. 14, 168 κληῖδι κρυπτῇ· τὴν δ' οὐ ϑεὸς ἄλλος ἀνῷγεν; 16, 221 χηλοῦ δ' ἀπὸ πῶμ' ἀνέῳγεν, vgl. 24, 228 Od. 10, 389; πύλας Aesch. Ag. 590; Her. 3, 117; Dem. 59, 99; ϑήκας παλαιάς Her. 3, 37; σόρον 1, 68; κιβωτόν Lys. 12, 10; πίϑον, ein Faß anbohren, wie οἶνον, Theocr. 14, 15; σημεῖα Dem. 42, 30, das Siegel lösen, wie Xen. Lac. 6, 4; διαϑήκην, ein Testament öffnen, Plut. Caes. 68; dah. absolut, ἄνοιγε, mach' auf! Uebtr., von Seefahrern, die hohe See gewinnen, sc. ϑάλατταν, ὡς ἤνοιγε, ἤνοιξε, Xen. Hell. 1, 1, 2. 1, 5, 13; vgl. Pind. ἀνοίγων νηυσὶν κέλευϑον P. 5, 38. Im Ggstz von κατακαλύπτειν, ἀνοίγειν λανϑάνουσαν ἀτυχίαν Men. Stob. fl. 112, 2. – Perf. II. ἀνέῳγα, offen stehen, Att., obwohl Phryn. ἀνέῳκται ἡ ϑύρα dem ἀνέῳγε vorzieht, wohl weil letztes auch im Pf sein kann.
-
6 ἐπ-οίγω
ἐπ-οίγω, verschließen, als Ggstz von ἀνοίγω, die Alten leiten davon πᾶσαι (πύλαι) γὰρ ἐπῴχατο ab, Il. 12, 340, aber die Lesart u. Erkl. schwanken, u. da sich das Verbum sonst nicht findet, leitet man die Form von ἐπέχω besser ab, u. schreibt mit Bekker u. Spitzner, der zu der Stelle zu vgl., ἐπώχατο.
-
7 ἐξ-αν-οίγω
ἐξ-αν-οίγω (s. ἀνοίγω), ganz eröffnen, Ar. Ach. 391 u. Sp., wie D. Sic. 1, 33.
-
8 ἀνοίγνυμι
ἀν-οίγνυμι u. ἀνοίγω, öffnen, was verschlossen ist, das Verschließende wegnehmen; absolut mach' auf!; von Seefahrern: die hohe See gewinnen; offen stehen -
9 ἐποίγω
-
10 παρανοίγνῡμι
παρ-αν-οίγνῡμι u. παρ-ανοίγω, auf der Seite, ein wenig, nach und nach öffnen -
11 παρανοίγω
παρ-αν-οίγνῡμι u. παρ-ανοίγω, auf der Seite, ein wenig, nach und nach öffnen
См. также в других словарях:
ανοίγω — ανοίγω, άνοιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνοίγω — ἀνοίγνυμι open pres subj act 1st sg ἀνοίγνυμι open pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρανοίγω — ανοίγω κάτι πολύ λίγο, ελαφρά, μισανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ανοίγω. ΠΑΡ. ακράνοιγμα, ακράνοιχτος] … Dictionary of Greek
γουρλώνω — ανοίγω υπερβολικά τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρουλώνω < μσν. γρυλλώνω < αρχ. γρύλλος «γουρουνάκι»] … Dictionary of Greek
κρυφανοίγω — ανοίγω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν … Dictionary of Greek
ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] … Dictionary of Greek
ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω … Dictionary of Greek
ξεράβω — ανοίγω τις ραφές ενδύματος, ξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ράβω] … Dictionary of Greek
οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… … Dictionary of Greek