-
1 ανιηρέστερος
-
2 ἀνιηρέστερος
-
3 ανιαρος
эп.-ион. ἀνιηρός 3(ῐ, реже ῑ; эп. compar. ἀνιηρέστερος)1) тягостный, неприятный, докучливый Hom., Her., Eur., Arph., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.2) огорченный, печальный Xen. -
4 ἀνιαρός
A grievous, troublesome, annoying, of persons,πτωχὸν ἀνιηρόν Od.17.220
;ἐχθροῖς ἀνιαροί Ar. Pl. 561
, cf. Lys.25.20 ([comp] Sup.):—of animals,σχέτλια καὶ ἀ. Hdt.3.108
. Adv.ἀνιαρῶς, λέγειν S.Ant. 316
.2 mostly of things, painful, grievous,πτωχεύειν πάντων ἔστ' ἀνιηρότατον Tyrt.10.4
, cf. Thgn.124;πόλλ' ἀνιηρὰ παθών Id.276
;πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ' ἀ. ἔφυ Id.472
(= Even.8); opp. ἡδύ, E.Med. 1095 (lyr.), cf.Pl.Prt. 355e;τοῖς γεγενημένοις ἀνιαροῖς D.18.291
: [comp] Comp.ἀνιαρότερος Lys.10.28
; irreg. [comp] Comp.ἀνιηρέστερος Od.2.190
: [comp] Sup. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνιαρός
См. также в других словарях:
ἀνιηρέστερος — ἀνιαρός grievous masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)