-
1 ἀνθ-ίστημι
ἀνθ-ίστημι (s. ἵστημι), entgegenstellen, Ar. Ran. 1385; zum Kampf, Plat. Legg. VIII, 834 a; ἀντιστῆσαι καὶ παραβαλεῖν, gegenüberstellen u. vergleichen, Plut. Thes. 1; τροπαῖον αντέστησεν, dagegen aufstellen, Thuc. 1, 54. 105. – Häufiger med. u. intrans. tempp., sich entgegenstellen, bes. im Kriege Widerstand leisten, Il. 16, 305; τινί, 20, 70. 72; Her. 7, 53, der auch βουλῆς ἀντισταϑείσης, 5, 72, so braucht; ἀντιστήσονται ἱμῖν 8, 75, u. so oft bei Att.; Aesch. auch mit gen., δέος ἀνϑίσταται φρενῶν Pers. 700, wie Qu. Sm. 1, 520; πρός τινα Thuc. 1, 93; εἰς ἀγῶνα πρός τινα, zum Kampf sich Einem entgegenstellen, Xen. Symp. 5, 1; absol., kämpfen, ὑπὲρ τῆς γῆς, vertheidigen, Soph. Ant. 514, vgl. 1083. Bei Thuc. ἀντιστάντος αὐτῷ τοῠ πράγματος 5. 4, u. ohne dat., ἀντέστη αὐτῷ τὸ πρᾶγμα, 5, 38, die Sache war ihm zuwider, ging nicht nach Wunsch von Statten, Schol. ἄλλως ἀπέβη.
-
2 ἀνθ-υπο-καθ-ίστημι
ἀνθ-υπο-καθ-ίστημι, an eines andern Stelle einsetzen, - σταϑείς, magistratus suffectus, Plut.
-
3 ἀντ-ίστημι
ἀντ-ίστημι, ion. = ἀνϑ-ίστημι.
-
4 ἀνθίστημι
A set against, Th.4.115; esp. in battle, ; ἀ. τροπαῖον set up a trophy in opposition, Th.1.54, 105; weigh against, Ar.Ra. 1389; ἀ. τινὸς τὴν ὁλκήν outweigh him, LXX.Si.8.2.II Hom. uses only [voice] Pass., with intr. [tense] aor. 2 ἀντέστην. [tense] aor. 1 [voice] Pass.ἀντεστάθην Hdt.5.72
: [tense] pf.ἀνθέστηκα Ep.Rom.9.19
; [dialect] Att. [var] contr. part.ἀνθεστώς Th.6.70
: [tense] fut.ἀντιστήσομαι Hdt.8.75
, S.OC 645:—stand against, esp. in battle, withstand,Ἥρῃ δ' ἀντέστη.. Ἄρτεμις Il.20.70
, cf. 72, Hdt.6.117 al.; ;πρὸς τὴν ἀνάγκην οὐδ' Ἄρης ἀ. S.Fr. 256
, cf. Th.1.93, X.Smp.5.1: rarely c. gen.,δέος.. σοὶ φρενῶν ἀνθίσταται A.Pers. 703
( ἀνθάπτεται Wakef.), cf. Q.S.1.520.2 of things, turn out unfavourably to one, , cf. 38; .3 abs., make a stand,ἀλλ' ἔτ' ἄρ' ἀνθίσταντο Il.16.305
; resist, fight on, Hdt.5.72, etc.;ὑπέρ τινος S.Aj. 1231
, Ant. 518.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθίστημι
-
5 ἀνθίστημι
ἀνθ-ίστημι: only aor. 2 ἀντέστη and ipf. mid. ἀνθίσταντο, resisted. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνθίστημι
-
6 ἀνθίστημι
ἀνθ-ίστημι, entgegenstellen; zum Kampf; sich entgegenstellen, bes. im Kriege Widerstand leisten; kämpfen, verteidigen -
7 ανθιστημι
ион. ἀντίστημι1) ставить со своей стороны, противопоставлять(οἱ μὲν Κορίνθιοι τὸν τροπαῖον ἔστησαν …, οἱ δὲ Κερκυραῖοι τροπαῖον ἀντέστησαν Thuc.)
2) замещать, заменять3) сопоставлять4) тж. med. противиться, оказывать сопротивление(τινί Hom., Her., Plat., Dem., Plut. и πρός τινα Thuc., Xen.)
5) тж. med. бороться, защищатьἀ. τινὴ ὑπέρ τινος Dem. — бороться против кого-л. в защиту кого-л.;
πορθῶν δε τήνδε γῆν, ὅ δ΄ ἀντιστὰς ὕπερ Soph. — один разорял этот край, а другой сражался за него6) складываться неблагоприятно Dem. -
8 ἀνθυποκαθίστημι
ἀνθ-υπο-καθ-ίστημι, an eines andern Stelle einsetzen, - σταϑείς, magistratus suffectus -
9 ἱστάνω
ἱστάνω, later collat. form of ἵστημι, first in inf. ἱστάνειν, ([etym.] ἀνθ-) PPetr.2p.120 (iii B.C.), ([etym.] καθ-) Michel 1006.22 (Teos, ii B.C.), ([etym.] συν-) Plb.3.108.4, ([etym.] ἀποκαθ-) Ascl.Tact.10.9, cf. Dsc.4.43, etc.; cf.Aἱστάναι Ἀττικοί, ἱστάνειν Ἕλληνες Moer.200
; part. ([etym.] ἐφ) ιστάνοντες Plb.11.2.5;τὸ ἱστάνον Simp.in Ph.1257.34
: ind. ἱστάνει Philistio ap.Ath.3.115e,ἱστάνομεν Ep.Rom.3.31
, ([etym.] παρ) ιστάνουσι Phld.Rh.1.266S., etc.: [tense] impf. ([etym.] συν) ίστανον Plb.4.5.6, ([etym.] δι-) App.Hisp.36, etc.:—[voice] Pass.,ἱστανόμενος IG22.1343.26
(i B.C.):—introduced by the copyists into Lys. 25.3, Is.2.29, etc.
См. также в других словарях:
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek