-
1 ανθρωπογονία
ἀνθρωπογονίᾱ, ἀνθρωπογονίαbegetting of men: fem nom /voc /acc dualἀνθρωπογονίᾱ, ἀνθρωπογονίαbegetting of men: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογονίᾱ, ἀνθρωπογονίαbegetting of men: fem nom /voc /acc dualἀνθρωπογονίᾱ, ἀνθρωπογονίαbegetting of men: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπο-γονία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπογονία
-
4 ανθρωπογονίας
ἀνθρωπογονίᾱς, ἀνθρωπογονίαbegetting of men: fem acc plἀνθρωπογονίᾱς, ἀνθρωπογονίαbegetting of men: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἀνθρωπογονίας
ἀνθρωπογονίᾱς, ἀνθρωπογονίαbegetting of men: fem acc plἀνθρωπογονίᾱς, ἀνθρωπογονίαbegetting of men: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ανθρωπογονίαν
-
7 ἀνθρωπογονίαν
См. также в других словарях:
ἀνθρωπογονία — ἀνθρωπογονίᾱ , ἀνθρωπογονία begetting of men fem nom/voc/acc dual ἀνθρωπογονίᾱ , ἀνθρωπογονία begetting of men fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπογονία — η νεοελλ. η ανθρωπογένεση* 1. αρχ. η καταγωγή του ανθρώπου 2. η δημιουργία των ανθρώπων … Dictionary of Greek
ἀνθρωπογονίας — ἀνθρωπογονίᾱς , ἀνθρωπογονία begetting of men fem acc pl ἀνθρωπογονίᾱς , ἀνθρωπογονία begetting of men fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπογονίαν — ἀνθρωπογονίᾱν , ἀνθρωπογονία begetting of men fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπογονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ανθρωπογονία … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
ՄԱՐԴԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0223 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c գ. ἁνθρώπησις, ἑνανθρώπησις, ἑνανθρωπότης incarnatio, assumtio humanae naturae. Մարդ եղանիլն, մարդանալն որդւոյն աստուծոյ. ներմարդութիւն. մարմնաւորութիւն, անհաս տնօրէնութիւն կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)