Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνθρωπογονία

См. также в других словарях:

  • ἀνθρωπογονία — ἀνθρωπογονίᾱ , ἀνθρωπογονία begetting of men fem nom/voc/acc dual ἀνθρωπογονίᾱ , ἀνθρωπογονία begetting of men fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωπογονία — η νεοελλ. η ανθρωπογένεση* 1. αρχ. η καταγωγή του ανθρώπου 2. η δημιουργία των ανθρώπων …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρωπογονίας — ἀνθρωπογονίᾱς , ἀνθρωπογονία begetting of men fem acc pl ἀνθρωπογονίᾱς , ἀνθρωπογονία begetting of men fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπογονίαν — ἀνθρωπογονίᾱν , ἀνθρωπογονία begetting of men fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωπογονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ανθρωπογονία …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐԴԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0223 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c գ. ἁνθρώπησις, ἑνανθρώπησις, ἑνανθρωπότης incarnatio, assumtio humanae naturae. Մարդ եղանիլն, մարդանալն որդւոյն աստուծոյ. ներմարդութիւն. մարմնաւորութիւն, անհաս տնօրէնութիւն կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»