Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνθρωπικός

См. также в других словарях:

  • ανθρωπικός — ή, ό (Α ἀνθρωπικός, ή, όν) 1. ο ανθρώπινος* 2. αυτός που ταιριάζει σε άνθρωπο 3. αυτός που αναφέρεται στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρωπικός — ἀ̱νθρωπικός , ἀνθρωπίζω act like a man perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνθρωπικός human masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπικά — ἀνθρωπικός human neut nom/voc/acc pl ἀνθρωπικά̱ , ἀνθρωπικός human fem nom/voc/acc dual ἀνθρωπικά̱ , ἀνθρωπικός human fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπικώτερον — ἀνθρωπικός human adverbial comp ἀνθρωπικός human masc acc comp sg ἀνθρωπικός human neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπικῶν — ἀνθρωπικός human fem gen pl ἀνθρωπικός human masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπικόν — ἀνθρωπικός human masc acc sg ἀνθρωπικός human neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπικώτατον — ἀνθρωπικός human masc acc superl sg ἀνθρωπικός human neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπικαῖς — ἀνθρωπικός human fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπικαί — ἀνθρωπικός human fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπικοῖς — ἀνθρωπικός human masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπικοῦ — ἀνθρωπικός human masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»