-
1 ἀνθεμ-ώδης
ἀνθεμ-ώδης, ες, blumenartig, blumig, ἦρ Aesch. Prom. 453; Eur. Bacch. 462; λειμῶνες Ar. Ran. 450 u. sonst bei Dichtern.
-
2 ἀνθεμώδης
ἀνθεμ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθεμώδης
-
3 ἀνθεμώδης
ἀνθεμ-ώδης, blumenartig, blumig -
4 ανθεμωδης
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek