-
1 ἀνερωτάω
A question, c. acc. pers.,καί μιν ἀνηρώτων Od.4.251
, cf. Pl.R. 454c;ἐμαυτὸν ὑπέρ τινος Id.Ap. 22d
;τινὰ περί τινος Hdt.9
. 89:—[voice] Pass., Pl.Grg. 455d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνερωτάω
-
2 ἀνερωτητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνερωτητέον
-
3 ἀνερωτίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνερωτίζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский