Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνεξέταστος

См. также в других словарях:

  • ἀνεξέταστος — not searched out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεξέταστος — η, ο (Α ἀνεξέταστος, ον) εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση νεοελλ. (Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή αρχ. αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ανεξέταστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξετάστηκε: Δύο μάρτυρες δικοί μας έμειναν ανεξέταστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεξετάστως — ἀνεξέταστος not searched out adverbial ἀνεξέταστος not searched out masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξέταστον — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem acc sg ἀνεξέταστος not searched out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστοις — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστου — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστους — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστων — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστῳ — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξέταστα — ἀνεξέταστος not searched out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»