-
1 ἀνεμοτρεφής
ἀνεμο-τρεφής, ές,A fed by the wind,κῦμα ἀ. Il.15.625
; ἔγχος ἀ. a spear from a tree reared by the wind, i.e. made tough and strong by battling with the wind, 11.256 (v.l. ἀνεμοτρεπές or - στρεφές turned, i.e. shaken by the wind,) cf. Philostr.Im.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεμοτρεφής
-
2 ἀνεμοτρεφής
ἀνεμο-τρεφής, ές ( τρέφω): wind-fed; κῦμα, ‘swollen,’ Il. 15.625 ; ἔγχος, made of a tree ‘toughened by the wind,’ Il. 11.256.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνεμοτρεφής
См. также в других словарях:
κηριτρεφής — κηριτρεφής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.) 2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι (< κήρ [Ι]) + τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο… … Dictionary of Greek
πυριτρεφής — ές, ΜΑ αυτός που τράφηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρεφής (< τρέφος, το < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής, υδατο τρεφής] … Dictionary of Greek
τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] … Dictionary of Greek
χθονοτρεφής — ές, Α αυτός που τρέφεται από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ὑδατο τρεφής] … Dictionary of Greek
υδατοτρεφής — ές, Α αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής] … Dictionary of Greek