-
1 ἀν-εκτός
ἀν-εκτός (erst Sp. ἀνεκτή fem., vgl. Lob. Par. 482; Thuc. 7, 87 ὀσμαὶ ἀνεκτοί, Hom. Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ ἀνεκτός, s. Scholl. Aristonic. 10, 118 Friedl. Aristonic. p. 31), erträglich, auszuhalten; Hom. Od. 20, 83 τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν; mit der Negation οὐ Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ' ἀνεκτός; 1, 573 λοίγια ἔργα οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά; Od. 20, 223 ἐπεὶ οὐκέτ' ἀνεκτὰ πέλονται; Advb. ἀνεκτῶς Iliad. 8, 355 Od. 9, 350 ὁ δὲ μαίνεται (σὺ δὲ μαίνεαι) οὐκέτ' ἀνεκτῶς; – οὐκ ἀνεκτόν Aesch. Ag. 1364; οὐκ ἀνεκτά Soph. Ant. 282; ohne Negation in der Frage O. R. 429. Auch bei Plato immer mit der Negation, mit folgendem inf., οὐκ ἀνεκτὸν ἄλλως λέγειν, man kann es unmöglich anders sagen, Theaet. 154 c; οὐδὲν ἀνεκτὸν μὴ οὐ διασκέψασϑαι, man muß es in Erwägung ziehen, 181 b; Sp.; Adv. ἀνεκτῶς Isocr. 5, 11, χαλεπόν ἐστι, περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόϑεσιν δύο λόγους ἀνεκτῶς εἰπεῖν, erträglich zu sprechen; οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει, es ist nicht zu ertragen, Xen. Hell. 7, 3, 1; – ἀνεκτότερον ἔσται τῇ γῇ Matth. 10, 15.
-
2 терпимый
επ. από μτχ.ενστ.1. ανεκτός, υποφερτός•-ое положение ανεκτή κατάσταση.
2. ανεκτικός, επιεικής.
См. также в других словарях:
αναφυλαξία — Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… … Dictionary of Greek
ερυθρομυκίνη — Αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα, που παράγεται βασικά από το μανιτάρι ακτινομύκης ο ερυθρός. Είναι εξαιρετικά δραστική για τα πιο πολλά θετικά κατά Γκραμ βακτήρια (σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους, πνευμονιόκοκκους κ.ά.) αλλά και για μερικά αρνητικά κατά … Dictionary of Greek
εταίρα — Κατά την αρχαιότητα η λέξη σήμαινε –όπως και σήμερα– τη γυναίκα των ελευθερίων ηθών, η οποία εμπορεύεται τα θέλγητρά της. Στην Αθήνα, οι ε. αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων γυναικών. Εκτός από το κάλλος, διέθεταν γενικά μια ανεπτυγμένη… … Dictionary of Greek
ζεστασιά — η 1. θερμοκρασία ανεκτή και ευχάριστη, θαλπωρή («κι έχυνε στο κατάστρωμα τού κρεβατιού τη ζεστασιά») 2. φιλικό και γεμάτο αγάπη περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέσταση + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
συμβατότητα — η, Ν [συμβατός] 1. η ιδιότητα τού συμβατού, το να είναι κάτι συμβατό με κάτι άλλο 2. (πληροφ.) σχετική ιδιότητα δύο υπολογιστών καθένας από τους οποίους μπορεί να εκτελεί προγράμματα καταρτισμένα για τον άλλο χωρίς ανάγκη μεταγλώτισσης ή… … Dictionary of Greek
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
πνεύμονες — Το όργανο στο οποίο εκτελείται η ανταλλαγή αερίων μεταξύ ατμοσφαιρικού αέρα και αίματος. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο π., δεξιός και αριστερός, και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος τη θωρακικής κοιλότητας. Ο κάθε ένας έχει χονδρικά σχήμα πυραμίδας… … Dictionary of Greek
Ρόουλαντ, Χένρι — (Rowland, Χόουνσντειλ, Πενσυλβανία 1848 – I Βαλτιμόρη 1901). Αμερικανός φυσικός. Με μια μελέτη του επί των μαγνητικών ιδιοτήτων του σίδηρου και του νίκελ (1873) κατέκτησε την υπόληψη και τη φιλία του Μάξουελ, που υπήρξαν αποφασιστικές για τον… … Dictionary of Greek