-
1 ανεκρέμασε
-
2 ἀνεκρέμασε
-
3 ἀνα-κρεμάννυμι
ἀνα-κρεμάννυμι (s. κρεμάννυμι), aufhängen, πασσἀλῳ ἀγκρεμάσασα χιτῶνα Od. 1, 440; ἀνακρεμασϑείς Her. 9, 122; ἐς, πρός τι ἀνεκρέμασαν, 5, 77. 95; Plat. Fim. 90 b; anknüpfen, ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν, Ion. 536 a; dah. spannen, von Furcht u. Hoffnung, ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, Aesch. 3, 100; ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τὴν πίστιν εἴς τινα, sein ganzes Vertrauen auf einen setzen, Pol. 8, 21, 3; – λόφους ἀνακρεμαννὺς μεγάλοις ὀρύγμασιν Plut. Lucull. 39, d. i. unterminiren. – Diod. Sic. 2, 6 braucht ἀνεκρέμασε für: sich erhenken.
-
4 ανακρεμαννυμι
эп. ἀγκρεμάννῡμι1) подвешивать, вешать(χιτῶνα πασσάλῳ Hom.)
2) культ, вешать в храме, т.е. приносить в качестве жертвенного дара(τι ἐς τέν ἀκρόπολιν и πρὸς τὸ Ἀθήναιον Her.)
3) казнить через повешение, вешать(τινα Her.)
περιπεσὼν λύττῃ ἀνεκρέμασε (sc. ἑαυτόν) Diod. — впав в безумие, он повесился4) соединять, связыватьἀ. τι ἔκ τινος Plat. — ставить что-л. в зависимость от чего-л.;
ἀ. λόφους ὀρύγμασι Plut. — соединить холмы рвами;ἀνακρεμάσαι τινὰ ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Aeschin. — обольстить кого-л. надеждами;ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τέν πίστιν εἴς τινα Polyb. — целиком довериться кому-л. -
5 ἀνακρεμάννυμι
A hang up on a thing,πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440
; τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, as a votive offering, Hdt.5.77; τὰ ὅπλα πρὸς τὸ Ἀθήναιον ib.95;ἀ. τινά
crucify,Id.
9.120;βροχὸν ἑαυτῷ περιθεὶς ἀνεκρέμασε D.S.2.6
; suspend a wounded limb in a sling, Hp.Art.22:—[voice] Pass., being hung up,Hdt.
2.121.γ; τούτου.. τοῦ ἀνακρεμασθέντος Id.9.122
, cf. 7.194.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακρεμάννυμι
См. также в других словарях:
ἀνεκρέμασε — ἀνακρεμάννυμι hang up on aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)