Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνεκλάλητος

См. также в других словарях:

  • ανεκλάλητος — ἀνεκλάλητος, ον (AM) ανέκφραστος, απερίγραπτος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεκλάλητος — unutterable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεκλάλητος — η, ο ανέκφραστος, απερίγραπτος: Είχε δοκιμάσει μια ανεκλάλητη χαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεκλαλήτως — ἀνεκλάλητος unutterable adverbial ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλάλητον — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc sg ἀνεκλάλητος unutterable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλαλήτοις — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλαλήτου — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλαλήτους — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλαλήτων — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλαλήτῳ — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλάλητα — ἀνεκλάλητος unutterable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»