-
1 ανεκλαλητος
-
2 ανεκλάλητος
ος, ον невыразимый, неописуемый;ανεκλάλητος χαρά — невыразимая радость
-
3 ἀνεκλάλητος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνεκλάλητος
-
4 ανεκλάλητος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανεκλάλητος
-
5 ἀνεκλάλητος
неизреченный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνεκλάλητος
-
6 412
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 412
См. также в других словарях:
ανεκλάλητος — ἀνεκλάλητος, ον (AM) ανέκφραστος, απερίγραπτος … Dictionary of Greek
ἀνεκλάλητος — unutterable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκλάλητος — η, ο ανέκφραστος, απερίγραπτος: Είχε δοκιμάσει μια ανεκλάλητη χαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεκλαλήτως — ἀνεκλάλητος unutterable adverbial ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλάλητον — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc sg ἀνεκλάλητος unutterable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτοις — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτου — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτους — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτων — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτῳ — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλάλητα — ἀνεκλάλητος unutterable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)