-
1 невыразймый
невыразйм||ыйприл ἀνέκφραστος, ἀνεκλαλητος:\невыразймый у́жас ἡ ἀνέκφραστη φρίκη· \невыразймыйая радость ἡ ἀνεκλάλητη χαρά -
2 неизъяснимый
неизъясни́м||ыйприл ἀνέκφραστος, ἀνεκλάλητος, ἀφατος:\неизъяснимыйое блаженство ἡ ἀνέκφραστη εὐδαιμονία· \неизъяснимыйое горе ἡ ἀφατος λύπη.
См. также в других словарях:
ανεκλάλητος — ἀνεκλάλητος, ον (AM) ανέκφραστος, απερίγραπτος … Dictionary of Greek
ἀνεκλάλητος — unutterable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκλάλητος — η, ο ανέκφραστος, απερίγραπτος: Είχε δοκιμάσει μια ανεκλάλητη χαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεκλαλήτως — ἀνεκλάλητος unutterable adverbial ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλάλητον — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc sg ἀνεκλάλητος unutterable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτοις — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτου — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτους — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτων — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτῳ — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλάλητα — ἀνεκλάλητος unutterable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)