-
1 ἀνδρ-αγαθία
ἀνδρ-αγαθία, ἡ, das Bravsein, Tapferkeit, Her. 1, 99. 5, 39; Thuc. 2, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 55; περὶ ἀνδραγαϑίας ἀντεποιοῠντο ἀλλήλοις An. 5, 2, 11; Polyb. u. Sp. – Dann übh. Tugend, Rechtschaffenheit, Xen. Ag. 10, 2 Lac. 4, 2. Bei Dem. ἀνδραγαϑίας ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης, als Belobigungsformel, 22, 72; vgl. 59, 75 κατ' ἀνδραγαϑίαν αἱρεῖσϑαι, wie ἀνδρ. εἰς τὸν δῆμον ibd. 89.
-
2 ἀνδραγαθία
ἀνδρ-αγαθία, das Bravsein, Tapferkeit; übh. Tugend, Rechtschaffenheit -
3 ανδραγαθια
ион. ἀνδρᾰγᾰθίη ἥ1) мужество, доблесть Her., Thuc., Xen., Arph., Polyb., Plut.2) добродетель, честность, порядочность Thuc., Xen., Dem.3) мужественный поступок, подвиг Plut.
См. также в других словарях:
πατραγαθία — η, ΝΜΑ οι αρετές ή οι ένδοξες πράξεις τού πατέρα ή τών προγόνων («ἀνδραγαθίας, οὐ πατραγαθίας μισθοὺς και δωρεὰς δίδωμι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αγαθία (< άγαθος < ἀγαθός), πρβλ. ανδρ αγαθία] … Dictionary of Greek