-
1 ἀνδρο-ποιός
ἀνδρο-ποιός, zum Manne machend, μουσική Plut. Alex. fort. II, 2.
-
2 ἀνδροποιός
ἀνδρο-ποιός, όν,A making manly, Plu.2.334f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροποιός
-
3 ἀνδροποιός
-
4 ανδροποιος
См. также в других словарях:
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άνδρου — Το Αρχαιολογικό Mουσείο της Άνδρου στεγάζεται από το 1981 σε ένα λιτό κτίριο που κατασκευάστηκε με δωρεά του Iδρύματος Bασίλη και Eλίζας Γουλανδρή, στη Χώρα Άνδρου. Η περιήγηση στο μουσείο ξεκινά από τον πρώτο όροφο. Ανεβαίνοντας από το… … Dictionary of Greek