Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνδριαντοποιός

См. также в других словарях:

  • ἀνδριαντοποιός — sculptor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδριαντοποιός — ο (Α ἀνδριαντοποιός) κατασκευαστής ανδριάντων …   Dictionary of Greek

  • ανδριαντοποιός — ο αυτός που φτιάχνει ανδριάντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνδριαντοποιοί — ἀνδριαντοποιός sculptor masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδριαντοποιούς — ἀνδριαντοποιός sculptor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδριαντοποιῷ — ἀνδριαντοποιός sculptor masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδριαντοποιόν — ἀνδριαντοποιός sculptor masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδριαντοποιώ — ἀνδριαντοποιός sculptor masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν …   Dictionary of Greek

  • Αγασίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.Γενναίος πολεμιστής από τη Στυμφαλία. Ο Ξενοφών αναφέρει συχνάτο όνομά του (Κύρ. Ανάβ. 6 1,30 2,7 4,10 6,7 7 8,19). 2. Ανδριαντοποιός από την Έφεσο (1ος αι. π.Χ.), γιος του Μηνόφιλου. Εργάστηκε κυρίως στην αγορά της… …   Dictionary of Greek

  • Δαμέας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από τον Κρότωνα της Ιταλίας (6ος αι. π.Χ.). Κατασκεύασε το άγαλμα του περίφημου Κροτωνιάτη αθλητή Μίλωνα, το οποίο στήθηκε στην Άλτη της Ολυμπίας. Έλεγαν μάλιστα πως το είχε μεταφέρει εκεί ο ίδιος ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»