-
1 ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντο-ποιός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδριαντοποιός
См. также в других словарях:
κολοσσοποιός — κολοσσοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + ποιός (< ποιῶ) πρβλ. ανδριαντο ποιός, οινο ποιός] … Dictionary of Greek