-
1 ανδριαντοποιώ
-
2 ἀνδριαντοποιῷ
-
3 ανδριαντοποιώ
-
4 ἀνδριαντοποιώ
См. также в других словарях:
ανδριαντοποιώ — ἀνδριαντοποιῶ ( έω) (Α) κατασκευάζω ανδριάντες … Dictionary of Greek
ἀνδριαντοποιῷ — ἀνδριαντοποιός sculptor masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδριαντοποιώ — ἀνδριαντοποιός sculptor masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek