-
1 ανδριάντες
ἀνδριάςimage of a man: masc nom /voc pl——————ἀνδριάντες, ἀνδριάςimage of a man: masc nom /voc pl -
2 ἀνδριάντες
Βλ. λ. ανδριάντες -
3 ἁνδριάντες
Βλ. λ. ανδριάντες -
4 δια-βαίνω
δια-βαίνω (s. βαίνω), 1) ausschreiten, die Beine ausspreizen, εὖ διαβάς Il. 12, 458, weit ausschreiten, festen Fuß fassen; vgl. Tyrt. 2, 21; Ap. Rh. 3, 1294; τοσόνδε δ' αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος Ar. Equ. 78; vgl. Xen. Equ. 1, 14; Arist. H. A. 5, 2; μεγάλα, weit ausschreiten, Luc. gymn. 32; ἀνδριάντες διαβεβηκότες, mit getrennten, ausgespreizten Beinen, Plut. ad pr. iner. 2. – 2) übergehen, überschreiten, τάφρον, Il. 12, 50; ποταμόν, über einen Fluß gehen, Her. 7, 35; oft Xen.; διὰ ποταμοῦ, An. 4, 8, 2; über das Meer, Μλιδ' ἐς εὐρύχορον διαβήμεναι, nach Elis übersetzen, Od. 4, 635, wie Thuc. 1, 114; πρός τι, Plat. Phaedr. 229 b; mit dem bloßen accus., τὴν ἤπειρον, Her. 4, 118; übertr., τῷ λόγῳ εἴς τινα, auf Einen übergehen, Her. 8, 62.
-
5 ἀνδριάς
ἀνδριάς, άντος, ὁ, Bild eines Mannes, Bildsäule, Pind. P. 5, 40; Ar. P. 1 149; von Her. an oft in Prosa; vgl. bes. Xen. Mem. 3, 10, 6 ff., χαλκοῖ, λίϑινοι u. dgl.; Plat. Rep. IV, 420 c ἀνδριάντας γράφειν, gew. von Gemälden erkl. (die sonst als γραφαί neben ἀνδριάντες genannt werden, Plut., vgl. B. A. 82 ἄγαλμα καὶ γραφὴν καὶ ἀνδριάντα ἀδιαφόρως). vielleicht richtiger: anmalen die Bildsäulen. Spottend von einem Menschen: Püppchen, Dem. 18, 129, wie nach B. A. 394 die Mütter ihre Kinder nennen: ὁ καλὸς ἀνδριάς μου.
-
6 ἄγαλμα
ἄγαλμα, τό, bei Hom. πᾶν, ἐφ' ᾧ τις ἀγάλλεται, καὶ οὐχὶ τὸ ξάανον (Apoll. Lex. Hom. 6, 30 Scholl. Iliad. 4, 144 Odyss. 3, 274 u. 438. 4, 602), in der Ilias nur 4, 144 von einem Pferdeschmuck βασιλῆι δὲ κεῖται ἄγαλμα, in der Od. siebenmal, z. B, πολλὰ δ'ἀγάλματ' ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε Od. 3, 274; ἄγαλμα ϑεῶν ϑελκτήριον Od. 8, 599, vom hölzernen Pferd; ein zum Opfer geschmückter Stier heißt so Od. 3, 438, ein Halsschmuck 18, 366; – χώρας, ein Mann, Pind. N. 3, 13; πατρός, ein Gesang. 8, 16. Statue ist es 5, 10. 67; Alcaeus nennt den Helm ἄγ. ἀνδρῶν, Athen. XIV, 627 b; Aesch. ἴπποι ἀγ. τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς Prom. 464; τέκνα. – δόμων Aa. 212. 721. Zierde und Freude, Eum. 881; Suppl. 89; ϑεῶν, Standblider, Eum. 35, wie Spt. 240. 247; Hopk. δαιμόνων ἱερὰ ἀγ. O. R. 1379; Bacchus, Καδμείας νύμφας ἀγ., 1102, ch.; εὐκλείας, Ruhmes Zierde, ibd. 699; Eur. διδυμογενὲς ἄγ. πατρίδος, Castor und Pollux, Hel. 207; ϑεῶν Alc. 613; so bes. seit Her. 8, 169 u. a. in Prosa, Standbilder der Götter als Gegenstand der Verehrung, z. B. Plat. Phaedr. 251 a; neben βωμοί u. ναοί, Legg. IV, 738 c; u. sonst, wie Xen. oft u. Pausan. Auch im Allgemeinen, Bildsäule, z. B. Δαιδάλου ἄγ. Plat. Men. 97 d; πάντες ὥσπερ ἄγ. ἐϑεῶντο αὐτόν Charm. 154 d; von Gemälden, Legg. XII 956 b; obgleich von Statuen und Bildern der Menschen εἰκόνες und ἀνδριάντες die eigentlichen Ausdrücke bleiben; Ἑκάτης ἀγάλματα heißen Hunde, Ar. bei B. A. 336; vgl. Eur. bei Plut. Is. et Os. 71. Uebertr. nennt Plat. die Welt τῶν ἀϊδίων ϑεῶν ἄγ. Man vgl. Ruhnk. ad Tim. p. 4 u. Böckh. Inscr. I, p. 7.
-
7 διακοιλος
-
8 πιθανος
31) убедительно говорящий, умеющий убеждать, пользующийся влиянием(τῷ δήμῳ Thuc.; ἐν ὄχλῳ Plat.)
πιθανώτατοι λέγειν Plat. — обладающие необыкновенным искусством убеждать;πιθανώτατος περιβαλεῖν τινα κακῷ Eur. — своими речами умеющий вовлечь кого-л. в беду;πιθανώτατοι ἐν τοῖς παθεσιν Arst. — (актеры), наиболее убедительно изображающие страсти2) убедительный, правдоподобный(φωναί Plat.; λόγοι Dem.)
τὸ περὴ τοὺς λόγους πιθανόν Plat. — убедительность слов3) сходный (с оригиналом), похожий (sc. οἱ ἀνδριάντες Xen.)4) привлекательный, симпатичный(τῆς ψυχῆς ἦθος Xen.)
5) легковерный(ὅ θῆλυς ὅρος Aesch.)
6) послушный, покорный Xen. -
9 δαιδαλουργός
δαιδαλουργ-ός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιδαλουργός
-
10 στηθιαῖος
2 = pectorosus, Gloss.II ἀνδριάντες, perh. = clupei, thoraces, IG14.956B6 (Rome, iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηθιαῖος
-
11 ἀνάγλυφος
ἀνάγλ-ῠφος, ον,A wrought in low relief, ἀνδριάντες Ps.Callisth.3.28;ἱστορίαι AP3
tit.: ἀνάγλυφα, τά, LXX 3 Ki.6.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάγλυφος
-
12 διαβαίνω
δια-βαίνω, (1) ausschreiten, die Beine ausspreizen, εὖ διαβάς, weit ausschreiten, festen Fuß fassen; μεγάλα, weit ausschreiten; ἀνδριάντες διαβεβηκότες, mit getrennten, ausgespreizten Beinen. (2) übergehen, überschreiten; ποταμόν, über einen Fluss gehen; über das Meer; übertr., τῷ λόγῳ εἴς τινα, auf einen übergehen
См. также в других словарях:
ἁνδριάντες — ἀνδριάντες , ἀνδριάς image of a man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδριάντες — ἀνδριάς image of a man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυπος — (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420 380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Agesilao II — Rey de Esparta Reinado 398 a. C. – 358 a. C. Nacimiento 444 a. C. Esparta Fallecimiento 358 a. C … Wikipedia Español
Βρούτος, Γεώργιος — (Αθήνα 1843 – 1908). Γλύπτης. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα με δάσκαλο τον Ιωάννη Κόσσο. Από το 1866 έως το 1873 μαθήτευσε στη Ρώμη, στη σχολή του Κανόβα. Το 1883 διαδέχτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών τον Λεωνίδα Δρόση και δίδαξε… … Dictionary of Greek
Γλαυκίας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολυμπιονίκης (6ος αι. π.Χ.). Προς τιμήν του καθιερώθηκαν στα Πύθια έπαθλα αγώνων τραγουδιού με κιθάρα, αυλού και δρόμου παιδιών. 2. Αιγινήτης ανδριαντοποιός (5ος αι. π.Χ.). Φιλοτεχνούσε ανδριάντες νικητών των… … Dictionary of Greek
Γουέστμακοτ, Ρίτσαρντ — (Richard Westmacott, 1775 – 1856). Άγγλος γλύπτης. Διετέλεσε καθηγητής της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Λονδίνου. Φιλοτέχνησε ανδριάντες διάσημων προσώπων της Αγγλίας, ορισμένους από τους οποίους σε υπερφυσικό μέγεθος. Οι σπουδαιότεροι… … Dictionary of Greek
Κόσσος, Ιωάννης — (Τρίπολη 1832 – Αθήνα 1878). Γλύπτης. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός γλύπτης της μετεπαναστατικής περιόδου. Μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών, που είχε ιδρυθεί την εποχή του Όθωνα στην Αθήνα, σπουδάζοντας αρχικά ζωγραφική και αργότερα γλυπτική με… … Dictionary of Greek
Λύσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Σικυώνιος χαλκοπλάστης. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή του. Υπήρξε ο ευνοούμενος γλύπτης και ο επίσημος ανδριαντοποιός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από τα πολυάριθμα χάλκινα έργα του (ο Πλίνιος αναφέρει 1.500) δεν έχουν… … Dictionary of Greek