-
1 ἀνδρει-φόντης
ἀνδρει-φόντης, Ἐνυάλιος, der Männer mordende, Il. 2, 651. 7, 166. 8, 264. 17, 259.
-
2 ἀνδρεϊφόντῃ
ἀνδρεϊφόντῃGrammatical information: adj.Meaning: Ένυαλίῳ ἀ. (B 651)Etymology: The final after ἀργεϊφόντης (q. v.); v. Wilamowitz Hom. Unt. 299 A. 10, cf. Wackernagel Unt. 172. To be read ἀνr̥φοντ-, with the zero grade of *h₂nr̥-; cf. on ἀνδροτής; Schmitt, Dichtersprache 1967, 124f.Page in Frisk: 1,105Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνδρεϊφόντῃ
-
3 ἀνδρειφόντης
A man-slaying, epith. of Ἐνυάλιος, Il.2.651, etc.; but the metre requires ἀδρι-φόντης, cf. ἀνδρότης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρειφόντης
-
4 ἀνδρεϊφόντης
ἀνδρεϊ-φόντης (root φεν): man-slaying, Ἐνῦάλιος. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνδρεϊφόντης
-
5 ἀνδρειφόντης
ἀνδρει-φόντης, Ἐνυάλιος, der Männer mordende -
6 ανδρειφοντης
См. также в других словарях:
θηροφόντης — θηροφόντης, ὁ (Α) βλ. θηροφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + φόντης (< θείνω «χτυπώ, φονεύω», πιθ. με επίδραση τού φόνος), πρβλ. ανδρει φόντης, αυτο φόντης] … Dictionary of Greek
κητοφόντης — κητοφόντης, ὁ (Μ) κητοφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + φόντης (< θείνω) «φονεύω» (πρβλ. ανδρει φόντης, Αργεϊ φόντης)] … Dictionary of Greek